ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΡΙΓΓΟΥ (+15-3-1964) ΠΡΟΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ
Α) ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΑ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ (ΑΡΧΩΝ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΡΙΓΓΟΣ, ΑΡΧΩΝ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΣ: ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΣΤΑΝΙΤΣΑΣ) ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΗΧΟ ΠΛΑΓΙΟ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΟ 1957 ΚΑΙ
Β) ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΑ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΧΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΣΤΑ "ΙΕΡΟΨΑΛΤΙΚΑ ΝΕΑ" ΤΟ 1968.
ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΟΥΛΜΠΟΥΤΖΗ (ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ) ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟ ΝΤΟΒΟΛΟ (ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΝΕΑΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ ΒΥΡΩΝΑ) ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΗΡΧΕ ΑΥΤΗ Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ.
ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΡΙΓΓΟΥ!
"ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΡΙΓΓΟΣ"
Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς
μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
Ὑπὸ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΗ
(Τὸ παρὸν ἄρθρο δημοσιεύτηκε σὲ συνέχειες στὴν ἐφημερίδα «Ἱεροψαλτικὰ Νέα» ἀπό τὸν Ἀπρίλιο μέχρι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1968.)
Πέρασαν τέσσερα χρόνια ἀπ' τὴ μέρα τοῦ
θανάτου του κι' ἀπὸ τότε ποὺ
συναθροισθήκαμε συγγενεῖς, ἱεροψάλται, φίλοι, μαθητὲς καὶ θαυμαστές του
στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ
καὶ ἐκηδεύσαμεν μὲ
βαρειοθλιμμένες καρδιὲς τὸν
Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη καὶ
Μεγάλο δάσκαλό μας, τὸν μεγάλο μύστη καὶ μελίρρυτο ὑμνολόγο τῆς Πατριαρχικῆς Κιβωτοῦ, τὸν τελευταῖο βάρδο τῆς
Πατριαρχικῆς Μουσικῆς Παραδόσεως, τὸν Κωνσταντῖνο Πρίγγο. Ἂν καὶ πέρασαν τέσσερα χρόνια, ἡ θύμισί του εἶναι νωπὴ καὶ ἡ παρουσία του θὰ παραμείνη ζωηρὴ εἰς τὴν
μνήμη μας καὶ
θὰ μᾶς συνοδεύη καὶ θὰ κυριαρχῆ ἐπίμονα μέσα στὶς ἀναμνήσεις μας καὶ
σ' ὅλη τὴ
ζωή μας. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ Κωνσταντίνος Πρίγγος
ὑπῆρξε πράγματι Μέγας. Ὑπῆρξε μία μουσικὴ ἰδιοφυΐα ποὺ ἡ φύση χαρίζει στὴν ἀνθρωπότητα
σὲ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα. Γεννήθηκε καλλιτέχνης. Μεγάλο ταλέντο φωνητικό, ἀλλὰ
δὲν φθάνει μόνον αὐτό. Ηὔξησε τὸ δοθὲν τάλαντο καὶ τὸ πολλαπλασίασε μὲ τὴ
μελέτη καὶ με τὴν τέχνη του.
Γεννήθηκε στὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου
στὰ 1892. Τὰ πρῶτα μουσικὰ ἔμαθε ἀπὸ τὸν Μιχαλάκη Μουρκίδη, πρωτοψάλτη τῆς Ἁγίας
Τριάδος τοῦ Πέραν, καὶ κατόπιν ἀπ' τὸν περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Εὐστράτιο
Παπαδόπουλο (τὸν Καμπούρη), πρωτοψάλτη τῆς Παναγίας τῶν Εἰσοδίων τοῦ Πέραν. Τὸ
1911 προσλαμβάνεται ὡς Δομέστικος εἰς τὸν Πατριαρχικὸν ναὸν καὶ ψάλλει ἐπὶ μίαν
τριετίαν καὶ μαθητεύει παρὰ τὸ πλευρὸ τοῦ κορυφαίου Ἄρχοντος πρωτοψάλτου τῶν
Πατριαρχείων, τοῦ Ἰακώβου Ναυπλιώτου. Ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης θεωρεῖται δικαίως σὰν
μιὰ ζωντανὴ παράδοσις. Ἡ θητεία του στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ ὡς κανονάρχου,
δομεστίκου καὶ πρωτοψάλτου ἀνέρχεται σὲ 55 χρόνια. Ἀκριβῶς 55 χρόνια εἶχε ὑπηρετήσει
στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ καὶ ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης Κωνσταντῖνος ὁ Βυζάντιος. Ὁ Ἰάκωβος
Ναυπλιώτης, μὲ τὴν τεραστίαν μεταλλικὴ φωνή του, πιστὸς ἐκτελεστὴς τῆς κατὰ
παράδοσιν Βυζαντινῆς μελωδίας, μεταλαμπαδεύει στὸν ἄξιο μαθητή του τὸ περίφημον
Πατριαρχικὸ ὕφος. Δηλαδὴ τὴν τελειοτέρα καὶ πιστοτέρα ἐκτέλεσι καὶ ἀπόδοσι τῆς
Βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς ποὺ διεσώθη μὲ τὴν διαδοχὴν τῶν πρωτοψαλτῶν
καὶ λαμπαδαρίων τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὄχι μόνον διὰ τῶν μουσικῶν
κειμένων εἰς τὰ ὁποῖα ἐτέθη ἡ Πατριαρχικὴ σφραγίδα, ἀλλὰ μὲ τὴ φωνητικὴ
παράδοσι. Σ' αὐτὴ τὴν φωνητικὴ παράδοσι ἡ ἐπιτροπὴ τοῦ 1881 θὰ στηρίξη τὶς
μελέτες της. Στὰ 1914 διορίζεται πρωτοψάλτης στὸς Ἅγιο Δημήτριο τῶν Ταταούλων
καὶ στὰ 1915 ἀριστερὸς στὸν δάσκαλό του τὸν Μουρκίδη, τὸν ὁποῖον ἀντικατέστησεν,
καὶ διωρίσθηκε ἐπισήμως δεξιὸς ἱεροψάλτης τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Πέραν. Ἀλλὰ ἡ
φήμη του διαδίδεται σ' ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀπ' τὸ 1925 προσκαλεῖται
καὶ ψάλλει σὲ πολλὲς πόλεις. Στὸν Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελιστρίας Τήνου, στὶς Σέρρες,
στὸν Ἅγιο Παῦλο Καβάλας, στὸν Μεγαλοπρεπῆ Ναὸ τῆς Παναγίας Ἀχειροποιήτου στὴ
Θεσσαλονίκη καὶ κατόπιν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς. Στὴ Βυζαντινὴ Θεσσαλονίκη,
ὅπου εἶχα τὴν τύχη μικρὸ παιδὶ νὰ ἀκούσω τὶς παραδόσεις καὶ τὸ ψάλσιμό του, ὁ Κωνσταντῖνος Πρίγγος ἔχει φθάσει στὴν
τελειότητα, στὸ κορύφωμα τῆς καλλιτεχνικῆς του σταδιοδρομίας καὶ ἔχει ἀναπτύξει
πλουσιωτάτη καὶ καρποφόρο δραστηριότητα. Προσκαλεῖται κατ' ἀποκλειστικότητα σ' ὅλες
τὶς πανηγύρεις καὶ εἶναι τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Γενναδίου. Οἱ
Βυζαντινὲς ἐκκλησίες τῆς Θεσσαλονίκης, σωστὰ κομψοτεχνήματα, μὲ τὸν ρυθμόν
τους, μὲ τὰ ψηφιδωτά τους, τὶς ἁγιογραφίες τους καὶ τὶς παλιὲς εἰκόνες, Ἁγία
Σοφία, Ἀχειροποίητος, Ἅγιος Δημήτριος, Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Παναγία Χαλκέων,
Προφήτης Ἡλίας, Ἁγία Αἰκατερίνη, Ἅγιος Δαυίδ, κατακλύζονται ἀπὸ τὰ πλήθη ποὺ
συνωστίζονται καὶ ἀναμένουν πολὺ πρὸ τῆς ὥρας ἐνάρξεως τῶν ἀκολουθιῶν. Καὶ ὑψώνεται
ἡ ἱεροτάτη φωνὴ τοῦ Πρίγγου πρὸς τοὺς θόλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνώνεται μὲ τὸ
θυμίαμα καὶ ἀκούονται ἀριστουργήματα καὶ ζωντανεύουν ἀθάνατα μνημεῖα τῆς
κλασσικῆς Βυζαντ. Μουσικῆς: «Μὴ ἀποστρέψῃς», τὰ ἰδιόμελα τῆς Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς, «Μακάριος ἀνήρ», «Θεοτόκε Παρθένε», Πολυέλεοι, Δοξολογίες,
καλοφωνικοὶ εἱρμοί. Ὅλα ἀπὸ μνήμης. Ὁ καλλιτέχνης ἀναδημιουργεῖ καὶ ἐμφυσᾶ πνοὴ
καὶ δύναμη καὶ ζωντανεύει τὰ μουσικὰ σημεῖα τοῦ κειμένου. Τὸ ψάλσιμό του
μαγεύει καὶ ὡς τρίαινα ἀναδεύει τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν καὶ προκαλεῖ τὴν κατάνυξιν
καὶ τὸ δέος καὶ τὴν ἀνάτασιν πρὸς τὸ θεῖον, μὲ μιὰ λέξη ἀναβιβάζει πρὸς ὕψος τὸ
ἀνθρώπινον, καὶ συνανυψεῖ εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Καὶ τελοῦνται πανηγυρικοὶ Ἑσπερινοὶ
καὶ ἀρχιερατικὲς Λειτουργίες ἀφθάστου Μεγαλείου καὶ Βυζαντινῆς μεγαλοπρεπείας
ποὺ θὰ μᾶς μείνουν χαραγμένες στὴ θύμισί μας ὡς οἱ ὡραιότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς
μας. Στὴ Θεσσαλονίκη ἱδρύει Βυζαντινὴ Μουσικὴ Σχολὴ μαζὺ μὲ τὸν ἀείμνηστο σοφὸ
μουσικοδιδάσκαλο καὶ δάσκαλό μου Σωκράτη Παπαδόπουλο. Ἡ Σχολὴ ἐγκατεστάθηκε
προσωρινὰ στὸ οἴκημα τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου στὴν ὁδὸ Ἁγίας Σοφίας καὶ Ἐγνατίας.
Μέσα στοὺς πρώτους μαθητὲς ἦταν ὁ Χριστόφορος Κουτσουράδης, ὁ Ἀθανάσιος Ψύχας, ὁ
Δημήτριος Μῆτρος, ὁ Ἀποστολίδης, ὁ Στέφανος Εὐθυμιάδης καὶ ὁ Νικηφόρος ποὺ
συνώδευε παντοῦ τὸν Πρίγγο καὶ ἄλλοι.
Δυστυχῶς, ἡ σχολὴ δὲν λειτούργησε
ἐπὶ πολὺ, ἀλλὰ τὶς παραδόσεις του ὁ Πρίγγος συνέχισε στὸν Ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς. Οἱ
μαθητὲς συρρέουν καὶ προσπαθοῦνε νὰ μιμηθοῦνε τὸν Μεγάλο Διδάσκαλο. Ἡ
διδασκαλία του ἀπέδωσε ἀγλαοὺς καρποὺς καὶ πολλοὶ μαθητές του ἀνεδείχθησαν ἄριστοι
καὶ ἄξιοι ἱεροψάλτες. Οἱ ἀριστεῖς Ἀθανάσιος Καραμάνης, Χαρίλαος Ταλιαδῶρος,
Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος καὶ ὁ ἐξαίρετος θεωρητικὸς Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης ἵδρυσαν τὸ
φροντιστήριον Βυζαντινῆς Μουσικῆς ὁ «Ἅγιος Δημήτριος» ποὺ ὑπήρξεν εἰς τὴν
Θεσσαλονίκη φυτώριον πολλῶν δεκάδων ἱεροψαλτῶν. Ἡ παρουσία τοῦ Πρίγγου εἰς τὴν
Θεσσαλονίκη ἐπηρέασε ὄχι μόνο τοὺς μαθητές του ἀλλὰ καὶ τοὺς φτασμένους καὶ
διορισμένους ψάλτες, οἱ ὁποῖοι τὸν παρακολουθοῦσαν στὰ πανηγύρια τῶν διαφόρων
Ναῶν καὶ τὸν ἄκουαν μὲ προσοχὴ προσπαθῶντας νὰ ἐξιχνιάσουν τὸ μυστήριο τῆς
τεράστιας ἐπιτυχίας του. Δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν συμβολή του εἰς
τὴν ἀνάπτυξη τῆς σπουδῆς καὶ τῆς καλλιεργείας τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς στὴ
Θεσσαλονίκη, ὥστε νὰ διαφαίνεται ἡ ἐπίδρασή του σ' ὅλους τοὺς ψάλτες τόσον τῆς
Θεσσαλονίκης, ὅσον καὶ ὅλης τῆς Μακεδονίας. Τὸ 1933 ὁ Κων/νος Πρίγγος καλεῖται ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη Βενιαμὶν νὰ ψάλλη εἰς ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁπότε τὸ
1939, μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τοῦ Ἰακώβου Ναυπλιώτη, ἀπὸ λαμπαδάριος χειροθετεῖται Ἄρχων
Πρωτοψάλτης τῶν Πατριαρχείων καὶ τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν θέσιν ὑπηρέτησε καὶ ἐτίμησε
ἐπί μίαν εἰκοσαετίαν. Ὁ τίτλος Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,
ἢ ἄλλως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δὲν εἶναι κοινός. Εἶναι τιμητικός. Εἶναι
τὸ ὕπατον ἀξίωμα εἰς τὸ ὁποῖον ἀνέρχεται ὁ ἱεροψάλτης ἔπειτα ἀπὸ μίαν διαδοχικὴν
σειρὰ τίτλων, βοηθοῦ, ἰσοκράτου, κανονάρχου, πρώτου καὶ δευτέρου δομεστίκου,
λαμπαδαρίου καὶ τέλος τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου κατόπιν Πατριαρχικῆς
χειροθεσίας.
Ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης ἔχει ἱστορικὴν
εὐθύνη τῆς θέσεως τὴν ὁποίαν κατέχει καὶ εἶναι ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη
καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο νὰ τηρῆ καὶ νὰ φυλάττει πιστὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ
παράδοσι καὶ τὴν Πατριαρχικὴ τάξι στὸν Πατριαρχικὸ Ναό. Εἶναι ὁ τυπικάριος καὶ ὁ
ἐκκλησιάρχης. Καὶ πρὸς τοῦτο λαμβάνει ἰδιαίτερο μισθό «διὰ τὴν φροντίδα καὶ ἐπιστασία
τοῦ τυπικοῦ», ὅπως ἀναφέρεται εἰς Πατριαρχικὸν γράμμα Νεοφύτου τοῦ 7ου
δημοσιευθὲν τὴν 1ην Δεκεμβρίου 1791 στὴν Ἐκκλησιαστικὴν
Ἀλήθεια. Γι' αὐτὸ ὁ πρωτοψάλτης Κωνσταντίνος ὁ Βυζάντιος ἐξέδωκε τὸ Τυπικὸ
τὸ 1851 καὶ συνεπλήρωσε ὁ Πρωτοψάλτης Γεώργιος Βιολάκης τὸ 1888. Κάθε
πρωτοψάλτης ἔχει κάτι νὰ προσθέση στὸ Τυπικό, ἔτσι καὶ σήμερα ἀκόμη ὑπάρχουν ἀνέκδοτες
διατάξεις, τὸ καλούμενον «ἄγραφον Τυπικό». Γνωρίζει τ' ἀρχαῖα μουσικὰ κείμενα
καὶ τὶς καθιερωμένες σεμνοπρεπεῖς γραμμὲς ποὺ περικλείονται στὶς ἀργὲς ὑποστάσεις
καὶ ἀναλαμβάνει τὴν διδασκαλία τῶν μουσικῶν κειμένων στοὺς χοροὺς τοῦ
Πατριαρχικοῦ Ναοῦ. Ἐπίσης, διδάσκει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης. Μιμεῖται
τὸν διδάσκαλό του, ποὺ κι' αὐτὸς ὑπῆρξε Πρωτοψάλτης, καὶ προσπαθεῖ μὲ τὴ συνεχὴ
ἐργασία, μὲ τὴ μελέτη καὶ μὲ τὴ μίμησι νὰ τὸν ὑπερβάλη. Διατηρεῖ μὲ φανατισμὸ
καὶ αὐστηρότητα τὶς παλιὲς μουσικὲς γραμμὲς καὶ δὲν ἀποφασίζει νὰ διορθώση ἔστω
καὶ τὰ κακῶς κείμενα ἀπὸ ἀπόψεως ὀρθογραφίας, τονισμοῦ καὶ νοημάτων. Ἔχει τὴν
συναίσθησι ὅτι εἶναι κληρονόμος καὶ συνεχιστὴς μεγάλης παρακαταθήκης, ἑνὸς ἐθνικοῦ
κειμηλίου ποὺ ἐνεπιστεύθησαν σ' αὐτὸν οἱ εμπνευσμένοι καὶ θεόπνευστοι Ἅγιοι τῆς
Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός,
ὁ Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ὁ Ἰωσήφ, οἱ γραπτοὶ καὶ ἄλλοι καθὼς καὶ οἱ προκάτοχοί
του, οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες τῶν μετὰ τὴν ἅλωση πρωτοψαλτῶν καὶ λαμπαδαρίων ποὺ
πέρασαν μὲ τὴν ἑξῆς σειρὰ ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο Πατριαρχικὸ στασίδι: Ὁ Γρηγόριος ὁ
Μπούνης ὁ Ἀλυάτης Πρωτοψάλτης τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὁ Ἐμμανουὴλ Χρυσάφης ὁ νέος, ὁ
Γεώργιος Ραιδεστηνὸς ὁ πρῶτος, ὁ Παναγιώτης Χαλάτζογλου, ὁ Ἰωάννης
Τραπεζούντιος, ὁ Δανιὴλ ὁ Λαρισαῖος, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Πέτρος ὁ
Βυζάντιος, ὁ Ἐμμανουὴλ ὁ Βυζάντιος, ὁ Γρηγόριος Λευΐτης, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ
Βυζάντιος, ὁ Ἰωάννης Βυζάντιος, ὁ Σταυράκης Γρηγοριάδης, ὁ Γεώργιος Ραιδεστηνὸς
ὁ δεύτερος, ὁ Γεώργιος Βιολάκης, ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης καὶ, τελευταῖα, ὁ
Κωνσταντίνος Πρίγγος. Τὰ πνεύματα τῶν ἀειμνήστων διδασκάλων περιΐπτανται εἰς τὸν
ἱστορικὸν Πατριαρχικὸν Ναὸν καὶ συμμετέχουν εὶς τὰς τελουμένας μεγαλοπρεπεῖς ἀκολουθίας.
Γι' αὐτὸ ὁ ἑκάστοτε πρωτοψάλτης σέβεται τὴν πρὸ αὐτοῦ μουσικὴ παράδοσι, τὴν
φυλάττει ὡσὰν κόρη ὀφθαλμοῦ καὶ τὴν μεταλαμπαδεύει ὡς ἔχει εἰς τοὺς μαθητές
του. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο παραδόθηκαν σὲ μᾶς τὰ κλασσικὰ κείμενα τῆς Βυζαντινῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς καὶ Ὑμνογραφίας. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ θαυμάζαμε στὸν
Πρίγγο ἦταν τὸ ὕφος του. Τὸ ὕφος κληρονόμησε, ὅπως ἀνέφερα, ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο
Ναυπλιώτη, ἀλλὰ προσέθεσε τὸ δικό του προσωπικὸ στύλ, τὸ τοποθέτησε στὸ δικό
του λάρυγγα καὶ τοῦ ἔδωσε ἰδιαίτερη χροιὰ καὶ χάρι. Πολλὰ ἐγράφησαν καὶ ἐλέχθησαν
περὶ ὕφους στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ καὶ, παρ' ὅλες τὶς ἀντιρρήσεις μερικῶν, εἶναι
βέβαιον ὅτι, ὄχι μόνον ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ δεσπόζει ἢ μᾶλλον εἶναι τὸ πᾶν. Τὸ ὕφος
ὑπάρχει σὲ ὅλες τὶς καλὲς τέχνες, στὴ λογοτεχνία, στὴ ζωγραφική, στὴ γλυπτικὴ
καὶ στὴν ἀρχιτεκτονική. Ὁ Ὅμηρος, ὁ Σαίξπηρ καὶ ἀπὸ τοὺς δικοὺς μας ὁ Κάλβος, ὁ
Καβάφης καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἔχουν δικό τους ὕφος. Ὁ Θεοτοκόπουλος, ὁ Πανσέληνος
ὁμοίως στὴν ἁγιογραφία.
Ὕφος στὴ μουσικὴ εἶναι ὁ τρόπος τῆς
ἐκτελέσεως ἑνὸς μέλους, ἡ φωνητικὴ ἀπαγγελία τῆς μελωδίας. Διακρίνομε τὸ
Πατριαρχικὸ ὕφος, ποὺ μᾶς δίδαξαν ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης καὶ ὁ Πρίγγος, τὸ ὕφος
τοῦ Νηλέως Καμαράδου, τὸ Ἀθηναϊκὸ ὕφος, τὸ Σακελλαρίδειον ὕφος, τὸ Σμυρναϊκὸν ὕφος,
τὸ Ζακυνθινὸ ὕφος καὶ τὸ μελοδραματικὸ ὕφος. Τὸ ὕφος ἔχει σχέσι μὲ τὴν
τοποθέτησι τῆς φωνῆς στὸν ἀνθρώπινο λάρυγγα. Ὁμοιάζει μὲ τὴν διαφορετικὴ προφορὰ
καὶ ἀπαγγελία τῆς γλώσσας. Τὸ ἴδιο παρατηρεῖται καὶ στὴ ρητορικὴ τέχνη. Ὁ Ἰάκωβος
Πρωτοψάλτης ὁ Γιακουμάκης στὰ 1770 διεκρίθη διότι ἐφύλαττε πιστώτατα τὸ
σεμνοπρεπὲς ἐκκλησιαστικὸ μουσικὸ ὕφος. Δι' αὐτὸ τὸ ὕφος ὁ ἰατροφιλόσοφος καὶ
μουσικολόγος Βασίλειος Στεφανίδης τὸ 1800 εἰς τὸ περισπούδαστον ἔργον του
«σχεδίασμα περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς» στὸ 10ον κεφάλαιον γράφει: «Τὸ ὕφος τῆς
Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἔχει τὴν περισσοτέραν σεμνότητα καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς
νὰ διαφυλάξη αὐτὸ σῶον καὶ ἀλώβητον μέχρι τέλους». Ὁ Πρωτέκδικος Γεώργιος
Παπαδόπουλος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Μουσικῆς», σελίς 102 – 103, γράφει τὰ ἑξῆς: «Οἱ χρῆσιν ποιούμενοι τῆς
καταλλήλου περιστάσεως ἐν τῇ ἀπαγγελίᾳ τῆς μελῳδίας, ἐθεωροῦντο κεκοσμημένοι διὰ
τοῦ σεμνοπρεποῦς ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ ὕφους. Τὸ ὕφος τοῦτο ἦτο
τεθησαυρισμένον μετὰ τὴν ἅλωσιν ἐν τοῖς μουσικοῖς χοροῖς τοῦ Πατριαρχείου
Κων/πόλεως, ἔνθα ἐξαιρετικῶς διέλαμπε, καὶ τοῦτο διότι ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ
κατὰ πᾶσαν σχεδὸν ἐποχὴν ὑπῆρχον οἱ ἐπιφανέστεροι τῶν μουσικῶν, οἵτινες
διαδοχικῶς παρελάμβανον γνήσιον καὶ ἀνόθευτον σχεδὸν τὸ λεγόμενον Πατριαρχικὸν ὕφος.
Τὸ Πατριαρχεῖον λοιπὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς διεκράτησεν ἀρχῆθεν ἀνόθευτον
τὴν παρακαταθήκην τῶν ἱερῶν θεσμίων τῆς Ἐκκλησίας, οὕτω διετήρησεν ἀνόθευτον
μετὰ τὴν ἅλωσιν καὶ τὸ μουσικὸν ὕφος, ὁ δὲ Πατριαρχικὸς Ναὸς ἐχρησίμευεν ὡς
διδασκαλεῖον τοῦ ὕφους, τῆς γνησιοτέρας δηλαδὴ ἀπαγγελίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν
μελῶν. Τὸ μουσικὸ ὕφος εἶναι παρεμφερὲς πρὸς τὴν παρ' ἡμῖν ρητορικὴν ἀπαγγελίαν.
Καὶ ὡς αὕτη δὲν ἐκφράζεται διὰ τῆς γραφῆς, οὕτω καὶ τὸ μουσικὸν ὕφος ἀδύνατον νὰ
ἐκφρασθῆ διὰ τῶν χαρακτήρων».
Εἶχον δὲ δίκαιον οἱ πολέμιοι τοῦ
Λεσβίου συστήματος Κωνσταντῖνος ὁ Πρωτοψάλτης καὶ Θεόδωρος ὁ Φωκαεὺς νὰ γράφωσι
περὶ ὕφους τὰ ἑξῆς: «Τὸ τῆς Μεγὰλης Ἐκκλησίας ὕφος ἀδύνατον εἶναι νὰ ἐκφρασθῆ
διὰ τῆς γραφῆς, διότι εἶναι ἀήρ».
Εὶς τὶ συνίσταται ἡ ψαλτικὴ
τέχνη τοῦ Πρίγγου
Κατὰ πρῶτον ἡ φύση τὸν ἔχει
προικίσει μὲ θεῖον δῶρον, μὲ φωνὴ γλυκυτάτη καὶ μεταλλικὴ, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ
στίχο τοῦ Ὁμήρου «ποὺ κι' ἀπ' τὸ μέλι ἔχυνε φωνὴ πιὸ ζαχαρένια». Αὐτὴ ἡ φωνὴ, ὁμοιογενὴς
σὲ βάθος, σὲ ὕψος καὶ σὲ ἔντασι, ἀνέρχεται σὰν κολῶνα Δωρικοῦ ρυθμοῦ. Ἐκινεῖτο
μὲ εὐχέρεια καὶ εὐστροφία καὶ ἐκάλυπτε πάνω ἀπὸ δύο κλίμακες. Μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς
τεραστίας ἀναπνοῆς οἱ φωνητικές του χορδὲς τίθενται σὲ παλμικὴ κίνηση, ὁ ἦχος ἀνέρχεται
στὴν ἄνω ὑπερῶα τῆς στοματικῆς κοιλότητος καὶ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀντηχείου τοῦ ἐγκεφάλου,
μετατρέπεται ἡ στηθικὴ στὴν καλούμενη ἐγκεφαλικὴ φωνή. Τὸ ἀντηχεῖο τοῦ ἐγκεφάλου
χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν αὐξομείωσι τῆς ἐντάσεως καὶ προσδίδει τὴν ἀπαιτουμένη ἐλαστικότητα
τῆς φωνῆς. Πρωταρχικὸ, βέβαια, λόγο παίζει ἡ ὅλη ρινοφαρυγγικὴ κοιλότητα. Σ' αὐτὴ
τὴν ἐλαστικότητα τῆς φωνῆς του θὰ στηριχθῆ διὰ νὰ ἐκτελέση τὶς ἀντιθέσεις τῶν
νοημάτων τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους, τοῦ φόρτε καὶ τοῦ πιανίσιμο, δανεισμένων ἀπὸ
τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσική.
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο δημιουργεῖ ἀτμόσφαιρα
σύμφωνα μὲ τὸ νόημα τοῦ κειμένου ὅπου θὰ κινηθῆ καὶ θὰ ἐπιβληθῆ τὸ μέλος, ἐνῶ
ταυτόχρονα ἀνανεώνει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ ἀκροατοῦ. Ὀρθοφωνία
πλήρης. Τὰ φωνήεντα καὶ τὸ ἰσχυρὸν μέρος τοῦ μέτρου τονίζονται ἰδιαιτέρως σὲ
σημεῖο ποὺ πολλὲς ἄτονες συλλαβὲς λαμβάνονται στὴν ἄρση, ὅπως ἡ λέξη «ἀκατακρίτους
ἡμᾶς διαφύλαξον», ὅπως ἡ λέξη «μετὰ τῶν μαθητῶν σου». Δηλαδὴ, ἐφαρμόζει ἐδῶ ὁ
Δάσκαλος ἐκεῖνο ποὺ διετύπωσε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Δεσπόζοντος μὲν τοῦ
μέλους, ὑπουργοῦντος δὲ τοῦ ρυθμοῦ». Ὁ χρόνος καὶ ὁ ρυθμὸς εἶναι ὁ βασικὸς καμβᾶς
πάνω στὸν ὁποῖο θὰ κινηθῆ κάθε συλλαβή, κάθε λέξη, κάθε μουσικὴ φράσι σ' ὅλα τὰ
εἴδη τοῦ μέλους. Τὸ Εἱρμολογικό, στὸ Στιχηραρικὸ καὶ στὸ Παπαδικό. Ἂς εἶναι ἀργὸ
μέλος. Ὑπόκειται εἰς χρονικὴν ἀγωγή. Τὰ ὑποστατικὰ σημεῖα, ποὺ ἀπὸ μερικοὺς
νεωτεριστὲς ὡσὰν τὸν Σακελλαρίδην ἐθεωρήθηκαν ἀπλῶς διακοσμητικὰ σημεῖα καὶ γιὰ
τὴν εὐκολία τους τὰ κατήργησαν καὶ ἐτσι ὰπεγύμνωσαν τὸ γνήσιον Βυζαντινὸ μέλος,
ὁ Πρίγγος ἐκτελεῖ μὲ μεγάλη ἀκρίβεια. Ἡ βαρεία, τὸ ψηφιστό, τὸ ἀντικένωμα, ἡ
πεταστή, ὅλα στὴ θέσι τους, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνας τῆς ὀρθῆς ἐκτέλεσης καὶ τῆς
ὀρθογραφίας, ἀλλὰ καὶ σύμφωνα πρὸς τὴν φωνητικὴν παράδοσι, παρεμβάλλει ἀναλύσεις
φθόγγων καὶ γραμμῶν. Μὲ μεγάλη, ὅμως, περίσκεψι, ὄχι ὅπως βλέπωμε σὲ πολλὰ
σύγχρονα χειρόγραφα οἱ ἀναλύσεις νὰ καθιστοῦν ἀγνώριστο τὸ μάθημα. Ὁ Πρίγγος
διαθέτει μνήμη τεραστία. Μεγάλα μαθήματα ὅπως Ἀνοιξαντάρια, «Μακάριος ἀνήρ»,
«Θεοτόκε Παρθένε», «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις», ἀργὰ Κεκραγάρια, Δοξολογίες
καὶ τὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἐκτελεῖ τὰ πάντα ἀπὸ μνήμης. Αὐτὴ ἡ
θαυμαστὴ μνήμη, ποὺ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Ἡ
στάσι του ὑποδειγματικὴ στὸ ψαλτήρι, κεκαλυμμένος μὲ τὸ ράσο του καὶ μὲ τὸ
χαρακτηριστικὸ μαῦρο φεσάκι ἐπιβάλλεται ὡς πρόσωπο σεβαστὸ, ὡς καλλιτέχνης ποὺ ὑλοποιεῖ
μὲ τὴν φωνή του καὶ μεταφέρει ζῶντα στοὺς πιστοὺς τὰ μεγάλα νοήματα τῆς
πνευματικῆς καὶ δογματικῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀνεξιχνίαστα
μυστικὰ τῆς τέχνης του συνέθεταν τὴν ἄφθαστη προσωπικότητά του.
Ἀλλὰ δὲν ἐκτελεῖ μόνον. Συνθέτει.
Καὶ τὰ χειρόγραφά του γίνονται ἀνάρπαστα καὶ ἀπὸ μερικοὺς ἀκριβοπληρώνονται. Τὸν
κυνηγοῦμε κατὰ πόδας γι' αὐτὰ τὰ χειρόγραφα, κι' εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς
ὅτι ἀντιγράψαμε τὸ Ἑωθινὸ «Ὄρθρος ἦν βαθὺς» ἀπὸ τὸ κάτασπρο μαρμάρινο τραπεζάκι
ἑστιατορίου τῆς Ἀρετσοῦς ὅπου παραθέριζε ἕνα καλοκαίρι. Κατόρθωσε νὰ ἐκδώση τὰ Ἀναστάσιμα
Τροπάρια, τὴ Mουσικὴ
Κυψέλη μὲ τὸν τίτλο «Πατριαρχικὴ Φόρμιγξ» καὶ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀλλὰ ὑπάρχουν
πολλὰ ἀνέκδοτα μαθήματα τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς Λειτουργίας. Τὸ χαρακτηριστικὸν τῶν
συνθέσεών του εἶναι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν παράδοσι καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων τῆς
τεχνοτροπίας τοῦ Βυζαντινοῦ μέλους. Ἀλλ' ὅπως λέει ὁ Παλαμᾶς: «ὁ κῆπος εἶναι γιομάτος ἀπὸ ἄνθη ἀπ' αὐτὰ
θὰ κόψω ὅ,τι θέλω καὶ θὰ κάνω τὴ δική μου ἀνθοδέσμη». Ἔτσι καὶ ὁ Πρίγγος δρέπει
ἀπὸ τὸν μουσικὸ λειμῶνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Ὑμνογραφίας καὶ Βυζαντινῆς
μουσικῆς παραδόσεως μυρίπνοα ἄνθη καὶ συνθέτει ἀριστουργήματα. Ἔχει, βέβαια, ὑπ'
ὄψει του καὶ τὸν στίχο τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθειγμένους ἐργῶδές
ἐστι». Κατ' αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Μεγάλος Δάσκαλος κατόρθωνε νὰ μεταδίδη, ὄχι μόνο μὲ
τὴ φωνή του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πέννα του τὸ μεγαλεῖο τῆς Βυζαντινῆς Μελωδίας. Μὲ
τὰ ἐμπνευσμένα τροπάριά του εἶναι εἰς θέσιν νὰ προκαλέση τὴν κατάνυξι, τὴν
συντριβή, τὴν ἱκεσία, τὸν οἶκτον, τὸν θρῆνο, τὴ χαρά, τὴ λύπη καὶ τὴ μετάνοια.
Αὐτὰ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ, ὅπως τά ᾽λεγε ὁ Παπαδιαμάντης, εἰσδύουν βαθύτατα
μέσα στὸ ἁμαρτωλὸ ὑποσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου Χριστιανοῦ τὸ ἀναταράσσουν καὶ τὸν ὑποκινοῦν
ὅπως ἀνοίξη τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ δεχθῆ τὸ λυτρωτικὸν ἔργον τοῦ Χριστοῦ, τὸ
ὁποῖον ἐπιτελεῖται στὴν τέλεσι τῆς Θείας καὶ Ἱερᾶς Λειτουργίας. Εἶναι μεγάλος ὁ
ρόλος τῆς ψαλμωδίας καὶ μεγάλο τὸ ἔργο τὸ ὁποῖον ἐπιτελεῖ ὁ ἱεροψάλτης στὴν
Λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς ἱκανοποιηθῆ ἠθικῶς καὶ ὑλικῶς. Διότι τὸ ἀξίζει.
Εἶναι καλλιτέχνης. Εἶναι καλλιτέχνης ποὺ στέκεται, ὄχι στὸ μπαλκοσένικο, ἀλλὰ
στὸ ἱεροπρεπὲς βάθρο καὶ ἱερουργεῖ καὶ συμβάλλει στὴ λύτρωσι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀποστολή του μεγάλη. Λειτούργημα ἱερὸ, ποὺ σήμερα δυστυχῶς παραβλέπεται καὶ δὲν
τοῦ δίδεται ἡ πρέπουσα σημασία. Ἂς τὸ προσέξουν οἱ ἁρμόδιοι, τόσον ἡ Ἐκκλησία ὅσον καὶ τὸ Κράτος, διότι μὲ τὴν ἀδιαφορία τους θὰ ἔλθη μιὰ
μέρα ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἱεροψάλτες ἄξιοι ν' ἀνταποκριθοῦν σ' αὐτὸ τὸ
λειτούργημα, καὶ τότε θὰ χάση πολλὰ ἡ δοκιμαζομένη παντοιοτρόπως Ὀρθόδοξος
Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὅπως καὶ ἄλλοτε ἐτονίσαμεν, ἐπιβάλλεται ἡ ἵδρυσις μιᾶς «Ἀκαδημίας
Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς» ἡ ὁποία θὰ μορφώση ψάλτες, θὰ μελετήση καὶ
θὰ διδάξη μὲ νέον σύστημα τὴν Μουσικὴ τῆς παραδόσεως τὴν μουσικὴ ποὺ ἔγραψαν οἱ
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὄχι τὰ ἀναιμικὰ κατασκευάσματα ποὺ παρουσιάζουν
κανταδόροι τῶν τριόδων ἀνενόχλητοι καὶ ἀνεξέλεγκτοι στὰ πατάρια τῶν Ἐκκλησιῶν
μας. Οἱ πρωτοψάλτες καὶ Λαμπαδάριοι τοῦ Πατριαρχείου μέσα στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς
ἐργάσθηκαν μὲ θρησκευτικὴ πίστη καὶ μὲ Ἐθνικὸ παλμὸ καὶ διέσωσαν καὶ διετήρησαν
καὶ μᾶς παρέδωσαν αὐτὸ τὸ Ἐθνικὸ κειμήλιο ποὺ λέγεται Βυζαντινὴ Ἐκκλησιαστικὴ
Μελωδία. Μέσα στὸν περίβολο τοῦ Πατριαρχείου λειτουργοῦσαν οἱ Πατριαρχικὲς Σχολὲς
καὶ τὰ κρυφὰ Σχολεῖα καὶ ἐδίδαξαν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα μαζὶ μὲ τὰ τροπάρια. Τὸ
Ψαλτῆρι καὶ τὸ Ὡρολόγιον ἦταν τ' ἀλφαβητάρια τους. Μιὰ σειρὰ Πατριαρχῶν ἔχουν
συνδέσει τὸ ὄνομά τους μὲ τὴν Ἐκκλησιαστική μας Μουσική: Παΐσιος ὁ Β' ὁ ἀπὸ
Νικομηδείας, Ἰωακεὶμ ὁ Γ', Κωνσταντῖνος ὁ Ε' καὶ ἄλλοι, συνετέλεσαν τὰ μέγιστα ὅπως
διατηρηθῆ καὶ παραδοθῆ σὲ μᾶς αὐτὸς ὁ Πατρογονικός μας θησαυρός. Γι' αὐτὸν
πάλεψε σ' ὅλη του τὴ ζωὴ ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὁ
Κων/νος Πρίγγος καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐστεφανώθη ἐπαξίως μὲ τὸν τῆς Νίκης
στέφανον.
Ἐκεῖνος ἐγράφη εὶς τὰς δέλτους τῆς
ἱστορίας τῶν Πατριαρχείων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ, ὡς ὁ τελευταῖος βάρδος τῆς
βυζαντινῆς μουσικῆς παραδόσεως, παρέδωσε τὴ σκοπιά του σ' ὅλους τοὺς μαθητάς
του. Ἡμεῖς ἔχομεν καθήκον νὰ πράξωμε τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὴ φυλάξουμε μὲ πίστι καὶ ἀφοσίωσι
καὶ νὰ τὴν παραδώσουμε μὲ τὴν σειρά μας σῶα καὶ ἀβλαβῆ στὴν ἐπερχομένη γενεά.
Καὶ τοῦτο θὰ πράξωμε διότι πιστεύομε ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ καὶ ἡ
Υμνογραφία μας ἀποτελοῦν βασικὰ θεμέλια τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ μὲ
τόσους ἀγῶνες χαλκεύεται ἀπὸ τὸ ταλαίπωρο Ἑλληνικὸ Ἔθνος. Καὶ θὰ πρέπει ὅλοι νὰ
καταλάβωμεν ὅτι εἶναι πρὸς τιμήν μας μέσα σ' ὅλα τὰ ἔθνη νὰ ἔχωμεν ἰδική μας
μουσικὴ, τὴ Βυζαντινὴ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ, μὲ τὴν ὁποία ἀναπέμπουμε ὕμνους πρὸς
δόξαν καὶ τιμὴν τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου