ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΖΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ένα απολύτως φυσιολογικό συναίσθημα που γενιέται κατά τη μαθητεία μας στην ψαλτική τέχνη, είναι αυτό που νιώθουμε προς τον δάσκαλο μας. Είναι ένα μεικτό συναίσθημα που περιλαμβάνει τον θαυμασμό, την ευγνωμοσύνη και την αγάπη και είναι συνέπεια του κόπου και της μέριμνας που κάνει ο δάσκαλος για να μας μεταδώσει τη γνώση που κατέχει.
Μαζί με τη διδασκαλία ο δάσκαλος, μας περνά και τα δικά του συναισθήματα για τον δικό του δάσκαλο, στα οποία μετέχουμε και εμείς, ειδικά αν πρόκειται για πρόσωπο εγνωσμένης αξίας και κοινής παραδοχής.
Συχνά όμως αυτό το φυσιολογικό συναίσθημα εξελίσσεται σε μια παθολογική λατρεία, σε μια θεοποίηση τρόπον τινά, των δασκάλων μας.
Παράλληλα με τα αισθήματα αυτά δημιουργούνται και άλλα, ακριβώς αντίθετα, για πρόσωπα που εκφράζουν μια διαφορετική μουσική σχολή και οι εκτελέσεις τους ή οι θεωρητικές τους απόψεις, έρχονται σε σύγκρουση με τις εκτελέσεις και τις θεωρητικές απόψεις των δασκάλων μας.
Και αυτό είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα όσο μένει στα μουσικά ζητήματα και δεν εισέρχεται και σε άλλους τομείς δηλητηριάζοντάς μας και οδηγώντας μας σε φαινόμενα δαιμονοποίησης των μουσικών μας εχθρών.
Τόσο η θεοποίηση, όσο και η δαιμονοποίηση των μουσικοδιδασκάλων, αποτελούν τροχοπέδη στη μουσική μας εξέλιξη, αφού μας τυφλώνουν και δεν μας αφήνουν να δούμε καθαρά και αμερόληπτα τα μουσικά θέματα.
Μάλιστα από την υπερβολική λατρεία προς τους δασκάλους μας, όχι απλά δεν βλέπουμε τα τυχόν λάθη τους -διότι ουδείς αλάθητος-, αλλά τα υπερασπιζόμαστε ως τα πλέον σωστά και "γνήσια". Από την άλλη, θεωρούμε a priori λανθασμένες όλες τις απόψεις των "εχθρών" μόνο και μόνο επειδή τις εξέφρασαν αυτοί.
Αν δεν απαγκιστρωθούμε από τέτοια συναισθήματα, δεν θα μπορέσουμε να εξελιχθούμε και να προοδεύσουμε στη μουσική μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε μερικά βασικά πράγματα. Σαφώς και οφείλουμε ευγνωμοσύνη και σεβασμό στους δασκάλους μας. Αν επιλέξουμε να ακολουθήσουμε κατά γράμμα, τα διδάγματά τους (σωστά ή λάθος δεν έχει σημασία) μπορούμε να το κάνουμε, χωρίς όμως να διατυμπανίζουμε ότι εμείς ακολουθούμε την Παράδοση και όλοι οι άλλοι έχουν παρεκλίνει από αυτήν, γινόμενοι έτσι αιτία για προστριβές και έριδες. Αν όμως θέλουμε να δούμε ποια πραγματικά είναι η αληθινή Παράδοση, και να εντρυφήσουμε σε αυτήν, τότε πρέπει να είμαστε αμερόληπτοι, ψυχροί και δίκαιοι και κυρίως πάντοτε καλοπροαίρετοι.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι είναι απαραίτητη η διασάφηση της έννοιας της Παράδοσης στην εκκλησιαστική μουσική. Όπως γνωρίζουμε υπάρχουν πολλές ψαλτικές παραδόσεις. Ποια όμως είναι η Παράδοση; Αυτό είναι ένα ζήτημα που θα αναλυθεί σε άλλη δημοσίευση.
Επανερχόμενοι ας αναφερθούμε σε φαινόμενα θεοποίησης ή δαιμονοποίησης μουσικοδιδασκάλων στην εποχής μας.
Τα δύο κυρίως ονόματα που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους τις καταστάσεις είναι ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Θρασύβουλος Στανίτσας (+1987) και ο μουσικολόγος και ερευνητής Σίμων Καράς (+1999).
Ο πρώτος, ένας από τους πιο καλλίφωνους ψάλτες (από όσους έχουμε ηχογραφήσεις τους) των τελευταίων εκατό ετών, με την κάθοδό του στην Αθήνα - μετά την εικοσαπενταετή περίπου θητεία του στα πατριαρχικά αναλόγια της Κωνσταντινουπόλεως -, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα ψαλτικά δρώμενα και δημιούργησε σχολή, στον τρόπο του ψάλλειν. Ακριβώς όπως και με τον Σακελλαρίδη παλαιότερα, η επιτυχία και η διάδοση του στανιτσικού ύφους, οφείλεται στην απαράμιλλη φωνή του, που όχι απλά συγκίνησε και συγκινεί, αλλά δημιούργησε έναν φανατισμό, καλώς νοούμενο, για το πρόσωπό του. Πολλές φορές όμως ο φανατισμός αυτός παρεκτρεπόμενος και σε συνδυασμό με τη θέση που κατείχε ο Θρασύβουλος Στανίτσας (ο Άρχων Πρωτοψάλτης θεωρείται ο θεματοφύλακας της ψαλτικής παραδόσεως), οδήγησε στο φαινόμενο οι μουσικές του απόψεις να θεωρούνται από ορισμένους, ως ο απόλυτος ορισμός της Παράδοσης και ότι πιο γνήσιο υπάρχει στην ψαλτική τέχνη. Η θεοποίηση αυτή έκανε πολλούς να παραβλέψουν τόσο τις ψαλτικές καταβολές του Στανίτσα, οι οποίες εκφράστηκαν στην Αθήνα και οι οποίες ήταν εξωπατριαρχικές (συγκεκριμένα της λεγόμενης Σχολής του Νηλέως), όσο και τις αντιπαραδοσιακές επιλογές του (π.χ. ισοκρατηματική πρακτική), τις οποίες όμως ο ίδιος παραδεχόταν ως προσωπική του επιλογή.
Ο δεύτερος, μεγάλος ερευνητής και μουσικολόγος, παρέδωσε ένα συγκεκριμένο ψαλτικό σύστημα, το οποίο τον κατέστησε σημείο αντιλεγόμενο. Οι της Σχολής του τον θεοποίησαν (εκτός εξαιρέσεων) και οι αντίπαλοί του τον δαιμονοποίησαν. Και οι μεν πρώτοι, ταύτισαν την θεωρία του με την "γνήσια παράδοση", μια παράδοση χαμένη, που δήθεν ανακάλυψε ο Καράς, αγνοώντας όλα τα λάθη, τα οποία πολλοί εκ των νουνεχών μαθητών του διαπίστωσαν - αποδεικνύοντας ότι ότι η μουσική εξέλιξη δεν εμποδίζεται από τα συναισθήματά τους, όταν αυτά είναι φυσιολογικά -, οι δε δεύτεροι, τον απέρριψαν συλλήβδην, αγνοώντας, όλα τα θετικά στοιχεία που έχει να δώσει, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο, να απορρίπτουν και τα ορθά και παραδοσιακά διδάγματά του, μόνο και μόνο επειδή τα προέβαλε αυτός.
Τελευταία, έχουν εκφραστεί και άλλες παρόμοιες τάσεις (όπως η θεοποίηση του έργου του Πέτρου Λαμπαδαρίου).
Όλα τα παραπάνω φαινόμενα πηγάζουν από την εγωιστική ανάγκη ορισμένων ψαλτών, να ξεχωρίσουν από τους άλλους, να δείξουν δηλαδή ότι είναι οι "αυθεντικοί" και οι "γνήσιοι", και δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε, ότι πολλές φορές έχουν άμεση σχέση, με τη διάβρωση της ψαλτικής τέχνης από τον καπιταλισμό.
Διότι, αγαπητοί μαθητές, την ψαλμωδία την θέλουνε πολλοί ως ένα προϊόν κερδοφόρο και το προϊόν για να πουληθεί πρέπει να διαφημιστεί ως το "καλύτερο".
Σεμνότητα λοιπόν και προσοχή στους ψαλτεμπόρους που πουλούν "το γνήσιον πατριαρχικόν ύφος" σε τιμή ευκαιρίας.
Καλά τα λες, δάσκαλε! Πάντως, εμένα μ'αρέσει ο Στανίτσας.
ΑπάντησηΔιαγραφή