(Το
άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ιεροψαλτικά Νέα» το έτος
1972. Πληκτρολογήθηκε από τον κ. Ιωάννη Μπουλμπουτζή, ο οποίος το προσέφερε στο ιστολόγιο μας προς ωφέλεια των φιλομούσων αναγνωστών).
Κατόπιν των δημοσιευθέντων άρθρων
στα «Ιεροψαλτικά Νέα» περί «Πατριαρχικού Ύφους» από τον κ. Κρίτωνα Γεωργιάδη,
από τον κ. Απόστολο Βαλληνδρά, τον κ. Αθανάσιο Καραμάνη και άλλους, λαμβάνω την
ευκαιρία να δευτερολογήσω και να αναφερθώ σε ορισμένες απόψεις των.
Ο κ. Κρίτων Γεωργιάδης επαναφέρει
σημεία από ένα έντυπο του αδελφού του Μητροπολίτου Λαοδικείας κ. Μαξίμου, που κυκλοφόρησε
το 1963 με τίτλο «Η Εκκλησιαστική Μουσική». Σ’ αυτό το έντυπο ο συγγραφεύς
προσπαθεί άνευ αποδείξεων, να απορρίψη την όλη βυζαντινή μουσική παράδοσι που
εγνωρίσαμε μέσα από τα παλαιά και νεώτερα μουσικά κείμενα και ακούσαμε διά
ζώσης φωνής. Τάσσεται παρά το πλευρόν μουσικολόγων της Δύσεως και του ημετέρου
Ιωάννου Τζέτζη. Αμφισβητεί την συνέχεια γραπτή και προφορική της προ της
αλώσεως και της μετά την άλωσι βυζ. εκκλ. μουσικής. Ειρωνεύεται το σύστημα και
την μέθοδο των τριών διδασκάλων Χρυσάνθου, Γρηγορίου και Χουρμουζίου, και
απορρίπτει τούτο χωρίς να παραθέση επιστημονικά τεκμήρια συγκριτικής ερεύνης
των εν χρήσει μουσικών κειμένων του Πέτρου Πελοποννησίου και των παλαιοτέρων
για να μας πείση. Και για να υποστηρίξη τον επιδιωκόμενο σκοπό υιοθετεί και
καταχωρεί απόσπασμα άρθρου του Δημητρίου Πασπαλή, ο οποίος χαρακτηρίζει «άπαντα
τα διασωθέντα και κυκλοφορήσαντα διά της γραφής των Τριών διδασκάλων μουσικά
έργα ως εξαμβλώματα». Νομίζομε ότι απαιτείται περισσότερο σέβας και εκτίμησι
στο μεγάλο έργο των Τριών διδασκάλων, όπως γενικώς σε κάθε κατηγορούμενο μέχρι
της αποδείξεως της ενοχής του. Δεν γνωρίζω ποια μουσική φαντάζονται, μερικοί,
ότι υπήρχε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, ούτε και αυτοί το γνωρίζουν αλλά ένα
πράγμα θα πρέπει να ξεύρωμεν ότι η γνωστή μουσική μας, η βυζαντινή, υιοθετήθηκε
από τη μητέρα Εκκλησία ως η μόνη κατάλληλη για το λειτουργικό μέρος των
ακολουθιών της. Έδωσε εξετάσεις, επέτυχε και απετέλεσε παράδοσι μέσα στον
Πατριαρχικό ναό. Εθέρμανε την πίστη, παρηγόρησε και αναζωπύρωσε το ηρωικό
φρόνημα του σκλαβωμένου Ελληνικού γένους επί τετρακόσια χρόνια και μερικοί
ύμνοι απετέλεσαν Εκκλησιαστικά μουσικά θούρια όπως: «Τη Υπερμάχω», «Χριστός
Ανέστη», «Η γέννησίς Σου», «Όσοι εις Χριστόν», «Φως ιλαρόν», αρχαίον, «Τις Θεός
μέγας», «Άγιος ο Θεός» και διατηρήθηκαν στα χείλη των Χριστιανών από γενηά σε
γενηά μέχρι σήμερα. Αλλά διερωτώμεθα: Δεν προκάλεσαν καμμιά εντύπωση στον γράψαντα
ταύτα, τα αριστουργήματα: «Άνωθεν οι Προφήται» και «Τον Δεσπότην και Αρχιερέα»,
που εγράφη εις δόξαν και τιμήν των Αρχιερέων; Και όμως αυτά τα μέλη
μετεφράσθησαν σε μας με την γραφή των Τριών διδασκάλων. Δεν γνωρίζομε κατά την
εποχή της εκδόσεώς του ποιους προσωπικούς σκοπούς ήθελε υπηρετήσει αυτό το
έντυπο, αλλά η εντύπωσι που προκάλεσε υπήρξε δυσάρεστη. Διεμαρτυρήθησαν ο
Μητροπολίτης Προικονήσου κ. Φιλόθεος με δριμυτάτη απάντησι που κυκλοφόρησε σε
έντυπο. Το περιοδικό «Κιβωτός» του Φώτη Κόντογλου, ο κ. Ν. Κακουλίδης, ο κ. Θ.
Χατζηθεοδώρου και άλλοι. Λοιπόν απ’ αυτό το έντυπο ο κ. Κρίτων Γεωργιάδης μας
μεταφέρει το σημείο γράφοντας ότι διεκόπη η συνέχεια της προφορικής παραδόσεως
της βυζαντινής ψαλμωδίας στον Πατριαρχικό ναό απ’ το θάνατο του Ιωάννου
Πρωτοψάλτου το 1830. Ασφαλώς πρόκειται περί λάθους, διότι ο Ιωάννης το 1824 ήταν
Β’ δομέστικος, κατόπιν διορίστηκε Λαμπαδάριος και μετά τον θάνατο του
Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου αντικατέστησε ούτον και πέθανε το 1866.
Εν τω μεταξύ μέσα στον
πατριαρχικό ναό εκκολάπτεται νέος πρωτοψάλτης, ο Γεώργιος Ευστρατιάδης, γνωστός
ως Ρ α ι δ ε σ τ η ν ό ς ο Β’. Βέβαια τα πρώτα μουσικά έμαθε κοντά σ’
ένα ιερέα Δομέτιο, αλλά δεκαοκταετής εμαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο
Πρωτοψάλτη, τελειοποιήθηκε στην μουσική και μιμήθηκε το σεμνό Πατριαρχικό ύφος
του. Ο μαθητής του Κωνσταντίνου Στέφανος Λαμπαδάριος, τόσα πολλά γράφει για το
ύφος του δασκάλου του (Μουσική Κυψέλη Στεφάνου 1882). Ο Γεώργιος Ραιδεστηνός ο
Β’ δεν άκουσε μόνο τον Κωνσταντίνο αλλά είχε και την τύχη να διορισθή
Λαμπαδάριος έχοντας Πρωτοψάλτη τον Ιωάννη.
Με την τεράστια φωνή του και το
ύφος του διέπρεψε επί μία πενταετία ως πρωτοψάλτης (1871 - 1876) στον
Πατριαρχικό ναό. Κατόπιν έψαλλε σε διαφόρους ναούς και τελευταία στον Άγιο
Νικόλαο (Τζιβαλίου). Τούτον εθαύμαζε και μνημονεύει ο μεγάλος Χαρτοφύλαξ και
Χρονογράφος της Μ.Χ.Ε. Μανουήλ Γεδεών, βλέπε: «Αποσημειώματα Χρονογράφου», σελ.
249 και 253. Όπου ομολογεί ότι απ’ όλους τους ψάλτες προτιμούσε να ακούη τον
Γεώργιο Ραιδεστηνό τον Β΄ και ότι πλήθη κόσμου συνέρρεον στην Εκκλησία όπου
έψαλλε και τονίζει ότι παρά των γηραιοτέρων επαινείτο ως ο τελευταίος των
Ελλήνων διατηρήσας το σεμνόν Πατριαρικόν ύφος.
Όπως δε μου είπε ο γέρων Χιώτης
ιερεύς Παπατσάγγαρης που διετέλεσε διάκος στον Πατριαρχικό ναό επί Ιωακείμ Β’,
ο Γεώργιος Ραιδεστηνός ο Β’ είχε ωραιοτάτη φωνή πλουσία σε μέγεθος και
ποιότητα. Μια Μεγάλη Τρίτη εξετέλεσε το Τροπάριο της Κασσιανής με τέτοια
επιτυχία ώστε ο Πατριάρχης συνεχάρη απ’ τον θρόνο του τον Πρωτοψάλτη και
ανέπεμψε μικρά δέησι υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως τούτου.
Πέθανε το 1889. Δηλαδή κατά την
μαρτυρία του Μανουήλ Γεδεών μπορούμε να πούμε ότι μέχρι τότε υπήρχε εκπρόσωπος
του περιφήμου «Πατριαρχικού ύφους». Και συνεχίζοντας ο κ. Κρίτων Γεωργιάδης
γράφει ότι «Με τον θάνατο του Ιωάννου Πρωτοψάλτου όλοι οι μετέπειτα διάδοχοί
του στο Πατριαρχικό στασίδι ήσαν ιεροψάλτες που καμμιά προέλευσι ή απλή σχέση
δεν είχαν με το στασίδι του Πατριαρχικού Ναού». Λάθος και εσφαλμένη αντίληψι.
Διότι το ύφος διετηρείτο μέσα στον Πατριαρχικό ναό από τους βοηθούς και
δομεστίκους και από τον Λαμπαδάριο, όπως συνέβη στην χρονική περίοδο επί Πρωτοψαλτίας
του Σταυράκη Γρηγοριάδη που κοσμούσε το τότε αριστερό Πατριαρχικό στασίδι ο
Λαμπαδάριος Γεώργιος Ραιδεστηνός ο Β’ (1863 - 1871).
Τον Γεώργιο Ραιδεστηνό τον Β’
αντικατέστησε το 1876 ο Γ ε ώ ρ γ ι ο ς Β ι ο λ ά κ η ς. Εγράφη ότι δεν είχε σχέσι με
τον Πατριαρχικό ναό. Λάθος. Διότι ο Γεώργιος Βιολάκης μπορεί να γεννήθηκε στη
Σίφνο, αλλά από μικρό παιδί εκτελεί χρέη κανονάρχου σε εκκλησίες της
Κωνσταντινουπόλεως. Κατόπιν, έφηβος διδάσκεται την Βυζ. Μουσική απ’ τον
Πρωτοψάλτη της Μητροπόλεως Χίου Νικόλαο Παυλάκη που υπήρξε μαθητής των Τριών διδασκάλων
και μετέφερε στη Χίο τόσο τη μέθοδο όσο και το ύφος του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου.
Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε στην Παναγία τη Καφατιανή
έχοντας δεξιά τον Στέφανο Μωϋσιάδη διακεκριμένο πρωτοψάλτη. Το 1843
προσλαμβάνεται στον Άγιο Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά όπου ψάλλει επί 33 χρόνια,
έχοντας αριστερά του τον Αριστείδη Νικολαΐδη.
Ας προσέξωμε την ημερομηνία 1843.
Απ’ αυτόν τον χρόνο και μετέπειτα έχει την τύχη να ακούση και του τρεις
εκπροσώπους του σεμνού Πατριαρχικού ύφους τον Κωνσταντίνο Πρωτοψάλτη, τον
Ιωάννη και τον Γεώργιο Ραιδεστηνό. Μελετά με ενθουσιασμό την Βυζαντινή μουσική
και τη φιλολογία της και προσπαθεί να μιμηθεί τους μεγάλους δασκάλους, πράγμα
που το κατόρθωσε παρά την περιορισμένη αλλά γλυκυτάτη και εκφραστική φωνή του.
Τούτο δεν είναι απλή υποψία. Μαρτυρείται από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον
πρωτέκδικο, ο οποίος κατά τον εκφωνηθέντα Πανηγυρικό την 4 Δεκεμβρίου του 1900
«επί τω πανηγυρισμώ της εξηκονταετηρίδος του μουσικού σταδίου και της εν τη Μ.
Εκκλησία εικοσιπενταετηρίδος της Πρωτοψαλτίας αυτού» χαρακτηρίζει τον Γ.
Βιολάκην «πιστόν εκτελεστήν των αρχαίων μουσουργημάτων και ιδία των κλασικών
μελικών γραμμών, των ευμοιρουσών της σοβαρότητος και της σεμνότητος του
Πατριαρχικού λεγομένου ύφους». Κατόπιν κάνει παρέκβασι και αναφέρει πολλά για
το Πατριαρχικό ύφος (βλέπε: Παράρτημα Εκκλησιαστικής αληθείας, Τεύχος Γ’ σελ.
197). Ώστε μπορούμε να πούμε ότι το Πατριαρχικόν ύφος διετηρήθη σώον και
αβλαβές ως τον Γεώργιο Βιολάκη. Το 1878 ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης προσελήφθη ως Α’
Κανονάρχης στον Πατριαρχικό Ναό. Ακόμη ζούσε και έψαλλε ο Γεώργιος Ραιδεστηνός
ο Β’ και τούτον και τον δάσκαλό του Γεώργιο Βιολάκη μιμήθηκε κατά το ύφος ο
Ιάκωβος Ναυπλιώτης, που ήταν προικισμένος με μεγάλο φωνητικό τάλαντο. Και
τούτου τη σκυτάλη της φωνητικής παραδόσεως έλαβε ο μαθητής του Κωνσταντίνος
Πρίγγος. Τώρα για το πόσο εσεβάστηκαν ή ως ποιο βαθμό παραποίησαν το
πατροπαράδοτο Πατριαρχικόν ύφος, χρειάζεται ολόκληρη μελέτη. Το κεφάλαιο τούτο
περιλαμβάνεται στη συνέχεια της μελέτης μου «Η κλασσική Βυζ. Μουσική, οι
εξωτερικές επιδράσεις και αλλοιώσεις». Τέλος ο κ. Κρίτων Γεωργιάδης
χαρακτηρίζει τους δύο τελευταίους πρωτοψάλτες με μηδαμινή επιστημονική και
θεωρητική μουσική μόρφωσι. Δεν νομίζω ότι όταν παριστάμεθα στο Ωδείο Ηρώδου του
Αττικού και ένας διάσημος σολίστ με τη φωνή του και με τη τέχνη του μας
καθηλώνει και μας μεταβιβάζει την αισθητική απόλαυση μιας καλλιτεχνικής
δημιουργίας, απαιτούμε απ’ αυτόν απαραίτητα να είναι και μέγας θεωρητικός και
μουσικολόγος. Εάν είναι τόσο το καλλίτερο, αλλιώς και μόνο σαν εκτελεστής
καλλιτέχνης έχει εκπληρώσει το σκοπό του. Στις μέρες μας επικρατεί ο νόμος «η
ειδικότης της ειδικότητος». Μ’ αυτό το πρίσμα θα δούμε τους δυο τελευταίους
Πρωτοψάλτες του Πατριαρχείου τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη και τον Κ. Πρίγγο, σαν
καλλιτέχνες της θείας τέχνης που επεσκίασαν όλους τους συγχρόνους και που
ισάξια στάθηκαν στο Πατριαρχικό στασίδι, όπως οι παλαιοί άρχοντες πρωτοψάλτες.
Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία,
ακάματος προστάτις της Ορθοδόξου παραδόσεως, συνταύτισε την Εκκλησιαστική
μουσική του Πατριαρχικού ναού με το τυπικόν των ακολουθιών και επεδίωξε με την
βοήθεια του εκάστοτε άρχοντος Πρωτοψάλτου να επιτύχη το ανόθευτον και
ακαινοτόμητον αυτής. Γι’ αυτό και συνιστούσε μουσικήν επιτροπήν, η οποία
έκρινες τα μέλλοντα να εκδοθούν μουσικά έργα. Όπως συνέβη επί Πατριάρχου
Ανθίμου Δ’ που συνεστήθη επιτροπή εκ του πρωτοψάλτου κυρ Κωνσταντίνου, του
Λαμπαδαρίου κυρ Ιωάννου και του Α’ Δομεστίκου κυρ Στεφάνου. (Βλέπε: Πανδέκτη
τόμος πρώτος Κων/πολις 1850). Το μέτρο της κρίσεως ήταν: καθιερωμένα μέλη της
παραδόσεως που διεσώθησαν στο μεγαλόπρεπο μουσικό έργο του Πέτρου Λαμπαδαρίου
του Πελοποννησίου, και κατά κάποιο τρόπο τυποποιήθηκαν, επεβλήθηκαν και
αναγνωρίστηκαν επίσημα σαν αναπόσπαστο μουσικό ένδυμα της καθιερωμένης
Υμνογραφίας που περιέλαβε το τυπικόν της Μ. Εκκλησίας. Τα αρχαία αυτά μέλη, τα
σοβαρά και άκρως εκκλησιαστικά που δοκιμάστηκαν επάνω στο στασίδι, τα σεβάστηκε
ο χρόνος που οι Πρωτοψάλτες, Λαμπαδάριοι και οι μουσικοί χοροί του Πατριαρχικού
ναού εκτελούσαν με ορισμένο τρόπο ερμηνείας, με ιδιάζουσα απαγγελία και με
αυστηρό τονικό ρυθμό, απετέλεσαν το γνήσιον ύφος των κειμένων της
Εκκλησιαστικής Υμνωδίας, το σεμνόν, το κατανυκτικόν, το σοβαρόν, το σώφρον και
νηφάλιον. Γι’ αυτό και τα εκδοθέντα βιβλία απ’ το Πατριαρχικό Τυπογραφείο που
φέρουν την Πατριαρχική σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό, αναφέρουν «κατά το ύφος
και την παράδοσιν της Μεγ. Του Χρ. Εκκλησίας». Η μουσική επιτροπή απέρριπτε
μέλη ξενότροπα και άσχετα προς την παράδοσι. Όπως συνέβη και με το σύστημα
Γεωργίου του Λεσβίου, το σύστημα Αγαπίου Παλλιέρμου του εκ Χίου, τα μουσικά
έργα του Νικολάου Σμύρνης, τη Μουσική Παιδαγωγία του Ν. Παγανά, το
Πεντηκοστάριο του Σ. Αβαγιαννού κ.α. Αντίθετα ενέκρινε έργα που περιείχαν τη
σφραγίδα της προσωπικής δημιουργίας Πρωτοψαλτών όπως του Γρηγορίου, Κωνσταντίνου,
Ιωάννου, Στεφάνου Λαμπαδαρίου κ.α., αλλά εκινούντο μέσα στα πλαίσια της
μουσικής παραδόσεως.
Εκείνο όμως το στοιχείο που
ιδιαίτερα χαρακτηρίζει το Πατριαρχικόν ύφος είναι όχι τόσον το μουσικό κείμενο
αλλά ο τρόπος αποδόσεως ή απαγγελίας ή ερμηνείας ή προφοράς. Αυτός ο τρόπος της
φωνητικής εκφράσεως και δι’ αυτής της υλοποιημένης μορφής ενός μέλους αποτελεί
το απόλυτο γνώρισμα του Πατριαρχικού ύφους.
Το ύφος στην Ψαλτική τέχνη είναι
δυσκολώτατο πράγμα. Θα πρέπει ο μαθητής να είναι μικρός στην ηλικία, να
προσπαθήσει να μιμηθή, να αντιγράψη το δάσκαλό του και η διδασκαλία του ύφους
να βρη γόνιμο έδαφος στο φωνητικό φυτώριο του παιδιού ούτως ώστε όταν και εάν
καρποφορήση να αποδώση το επιζητούμενο και επιδιωκόμενο ειδικό ηχόχρωμα. Αυτό
το ηχόχρωμα είναι το παν στο ύφος. Είναι η διαφορά του βιολιού και του
βιολεντσέλου. Πολλά πρέπει να συνεργήσουν για ν’ αποκτηθή αυτό το πολύτιμο
ηχόχρωμα.
Απαραίτητα η φυσική γλυκειά φωνή,
η διάπλαση του λάρυγγος και του θώρακος, δηλαδή η αναπνοή, αλλά προ πάντων η
αισθητική αντίληψη, το μουσικό αυτί και η κοπιώδης εξάσκηση. Δεν συμμερίζομαι
την άποψη του κ. Απ. Βαλληνδρά που έγραψε στα Ιεροψαλτικά Νέα του Μαΐου 72 ότι
ψάλλοντας κάποιος τα κλασικά κείμενα ψάλλει και κατά το Πατριαρχικό ύφος. Δεν
αρκεί μόνο τούτο. Δηλαδή όταν ένας ψάλτης ψάλλει τη σύντομη Δοξολογία του
Μανουήλ Πρωτοψάλτου π.χ. δεν μπορούμε να
πούμε ότι την ψάλλει κατά το Πατριαρχικόν ύγος όταν η φωνή του είναι
τοποθετημένη κατά το Ευρωπαϊκόν ύφος όπως συμβαίνει στο Ναό της Αγίας Σκέπης
(Παπάγου). Επίσης αν θυμηθούμε τον Πέτρο Μανέα όταν έψαλλε το Θεοτόκε Παρθένε
του Μπερεκέτη το έψαλε κατά το Σμυρναϊκό ύφος το οποίο και αντιπροσώπευε. Ο
Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ γράφει στο βιβλίο του «Η κατήχηση του όχλου»
ότι: «οι παλιοί μάστορες της ζωγραφικής συστήνουν στους μαθητές τους να
αρχίσουν με αντιγραφές των αριστουργημάτων και αργότερα να συνεχίσουν με δικές
τους συνθέσεις». Το αυτό συμβαίνει και στη ψαλτική προηγείται πάντοτε το στάδιο
όπου επιστρατεύεται η φυσική ροπή του αντιγράφειν και του μιμείσθαι και
ακολουθεί η μακρά περίοδος της τελειοποιήσεως. Παρ’ όλη τη μίμηση στην έκφραση
υπάρχει η προσωπική σφραγίδα. Ώστε μπορούμε να πούμε ότι το ύφος είναι κάτι το
απόλυτα υποκειμενικό. Δεν επιτρέπεται να συγχέουμε την πρώτη ύλη της μουσικής
με τον τρόπο με τον οποίο σερβίρεται. Μπορεί κανένας να παίζη στα δάχτυλα το
παβουγαδί που λέμε. Μα εκτελή πιστά τα κείμενα. Θα παραμείνουν και θ’ ακουστούν
ψυχρά και άψυχα εάν δεν τους δώση χρωματισμό με τον κυματισμό της φωνής, με την
ένταση των φθόγγων, με τη στιλπνότητα της φράσεως, με την χρονική αγωγή, με την
υπογράμμιση της αντιθέσεως των νοημάτων και με την διαύγεια των φωνηέντων και
με τον τονικό ρυθμό. Όπως στη Λογοτεχνία μέσα σε πολλά κείμενα αναγνωρίζεις και
λες «αυτό είναι του τάδε» ή «αυτό είναι του δείνα» παρ’ όλον ότι η πρώτη ύλη η
γλώσσα είναι κοινή σε όλους. Το ίδιο στην ψαλτική ανάλογα με το ύφος μπορείς να
αναγνωρίσης τον ψάλλοντα χωρίς να τον βλέπης, μόνον ακούοντάς τον. Ο λογοτέχνης
Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης σχετικά με το ύφος στη λογοτεχνία γράφει (βλέπε:
«Το Βήμα», Κυριακή 30 Ιουλίου 1972): «Η γλώσσα αυτή καθ’ εαυτή είναι στεγνή
γραμματική, είναι συντακτικό, δεν δέχεται ούτε δεξιοτεχνίες, μήτε παιγνίδια.
Μόνο το ύφος, δηλαδή, η συγκίνηση εκείνου που την μεταχειρίζεται, η θέρμη του,
ο παλμός του, η αισθητική του αντίληψη και το «αυτί» του (το αυτί έχει τεράστια
σημασία στο ζήτημα του ύφους) μεταδίδουν στη γλώσσα την ειδική εκείνη γεύση που
μας συγκινεί και εμάς, το ιδιαίτερο εκείνο χρώμα, τον ξεχωριστό πλούτο που την
συμπληρώνει θαυμαστά και την καθιστά μια κατ’ εξοχήν λεπτή πνευματική
«απόλαυση». Το αυτό συμβαίνει και στη Ρητορική τέχνη. Ο λόγος είναι ένας και ο
αυτός. Κείται και αναπαύεται μακαρίως στα κείμενα με τα κιτρινισμένα φύλλα.
Ζητείται ο ζωοδότης. Έτσι ο καλός ρήτωρ θα ζωντανέψη το κείμενο με την τέχνη
του και θα προκαλέση ενδιαφέρον του ακροατή και θα αποσπάση την προσοχή του και
σε πολλά σημεία θα τον αιχμαλωτίση με το ρητορικόν ύφος του, με το χρώμα της
φωνής του και με την διακίνηση των νοημάτων θα τον σύρη έρμαιο και η συγκίνηση
θα φέρη δάκρυα στα μάτια και η εντύπωση θα μείνη ανεξίτηλη για πολύ χρόνο. Ενώ
η απλή και κακότροπη ανάγνωση ενός κειμένου ή μιας εγκυκλίου μπορεί να φέρη
ύπνον τοις βλεφάροις».
Μέσα στους κοσμικούς
αξιωματούχους της Πατριαρχικής αυλής στο Φανάρι από το έτος 1601 οι οποίοι
φέρουν τίτλο και οφφίκιον όπως ο Μ. Λογοθέτης, ο Μ. Χαρτοφύλαξ, ο Μ.
Σκευοφύλαξ, ο Πρωτέκδικος και άλλοι συμπεριλαμβάνονται και ο Πρωτοψάλτης, ο
λαμπαδάριος, ο δομέστικος και ο πρωτοκανονάρχης. Ούτοι εκτός του τίτλου είχον
και ιδίαν έκαστος υπηρεσίαν εν τω Πατριαρχείω. (Βλέπε: Μανουήλ Γεδεών «Χρονικά
του Πατριαρχικού οίκου και του Ναού»). Ούτοι είναι υπεύθυνοι διά την εργασίαν η
οποία τους έχει ανατεθεί και αγωνίζονται να φανούν αντάξιοι ενδόξων προκατόχων
και να διατηρήσουν τον θεσμόν και το κατεστημένον της παραδόσεως. Στο
Τυπογραφείο του Πατριαρχείου που ιδρύθηκε το 1627 από τον Κύριλλο Λούκαρη
ετυπώθηκαν κατά καιρούς τα κλασικά μουσικά κείμενα φέροντα την Πατριαρχική
σφραγίδα κατά το ύφος και την παράδοσιν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Δι’
αυτήν την υπεύθυνη εργασία πρωτοστατούσε, όπως και προηγουμένως αναφέραμε, ο
άρχων Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος. Αλλά η Βυζ. Μουσική γραφή παρ’ όλες τις
απλοποιήσεις και επεξηγήσεις παρέμεινε δύσκολη στην εκτέλεση. Ο πρωτοψάλτης
ήταν υποχρεωμένος να διδάξη τη μουσική τέχνη κατά το ύφος του Πατριαρχικού ναού
όχι μόνο στα μέλη του Πατριαρχικού μουσικού χορού αλλά και σ’ όλους τους
εξωπατριαρχικούς ιεροψάλτες. Τούτο μας το βεβαιώνει ο Πατριαρχική απόδειξη του
Γρηγορίου ΣΤ’ κατά το 1866 (Βλέπε Γ. Παπαδοπούλου: Συμβολαί εις την Ιστορίαν
της παρ’ ημίν εκκλ. Μουσικής σελ. 377 – 378). «Υπαγορεύομεν δε πάσι τοις εν
ενεργεία ιεροψάλταις εν απάσαις ταις ενταύθα ιεραίς εκκλησίαις, όπως
συνέρχονται απαραιτήτως δις του μηνός εν τη Πατριαρχική μουσική σχολή εν ημέρα Κυριακή (κατά το δειλινόν), και
ψάλλωσι κατά χορούς προς άσκησιν τα άσματα των ιερών ακολουθιών πάσης εορτής μετά
της πρεπούσης ευκοσμίας και σεμνότητος, και ησυχίας και μετά καθαράς της
προφοράς προς γενικόν και ομοιόμορφον και ακριβή διάδωσιν του ύφους της Μεγάλης
Εκκλησίας».
Η διδασκαλία του ύφους είναι
δυσκολωτάτη διότι γίνεται μόνον διά ζώσης φωνής. Και το έργον τούτο επωμίζετο ο
Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος «οίτινες μόνοι δύνανται να διδάξωσιν επιστημόνως
την μουσικήν της Εκκλησίας τέχνην, ήτις αν μείνη έξω της διδασκαλίας των ψαλτών
του Πατριαρχικού ναού κινδυνεύει να γίνη εξίτιλος και τότε – αλλοίμονον – δεν
θα υπάρχη εκλειπόντος του Πρωτοψάλτου και Λαμπαδαρίου εκείνος όστις θα τους
διαδεχθή εις το χοροστατήσαι και ψάλλειν εν τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία».
Τούτο αναφέρεται εις Πατριαρχικόν γράμμα Νεοφύτου Ζ’ του 1791 (Βλέπε:
Εκκλησιαστική Αλήθεια Η’ σελ. 35 και Μ. Γεδεών: Παιδεία και Πτωχεία παρ’ ημίν
κατά τους τελευταίους αιώνας. Κων/πολις 1893 σελ. 59 – 65).
Δυστυχώς οι ιδρυθείσες κατά
καιρούς διάφορες Πατριαρχικές Σχολές όπου διδάσκει κατά κανόνα ο άρχων
Πρωτοψάλτης διά διαφόρους λόγους και έπειτα από ολιγόχρονη λειτουργία διαλύονταν.
Από τους τελευταίους πρωτοψάλτες
ο Γεώργιος Βιολάκης εδίδαξε στην ΣΤ’ Πατριαρχική Μουσική Σχολή και μαζί με τον
Ιάκωβο Ναυπλιώτη Α’ δομέστικο τότε στη Μουσική Σχολή του Εκκλησιαστικού
Μουσικού Συλλόγου Κων/πόλεως που ιδρύθηκε το 1898, στεγάζονταν στις αίθουσες
της Μεγάλης Σχολής του Γένους και διευθύνονταν απ’ το 1901 από τον Πρωτέκδικο
Γ. Παπαδόπουλο. Απ’ τη Σχολή απεφοίτησαν πολλοί μαθητές (Βλέπε παράρτημα Εκκλ.
Αληθείας τόμος Ε’ σελ. 280). Ιδιαίτερη διδασκαλία στους εξωπατριαρχικούς ψάλτες
δεν γινότανε. Αλλά όταν διορίστηκε Πρωτοψάλτης το 1911 ο προικισμένος με
γλυκυτάτη και ηγεμονική φωνή Ιάκωβος Ναυπλιώτης επιδιώκουν οι ψάλλοντες στις
διάφορες εκκλησίες να τελειώσουν γρήγορα για να ακούσουν τον διδάσκαλο και κάτι
να οφεληθούν απ’ τα μυστικά της ψαλτικής του τέχνης. Τον ακολουθούν στους
πανηγυρικούς εσπερινούς και στις Πατριαρχικές λειτουργίες, για να αντιγράψουν
το αργό «Αγαπήσω σε Κύριε» και τους καλλιφωνικούς ειρμούς «Πάσαν την ελπίδα
μου» και «Έφριξε γη». Σέβεται το κείμενο που το γνωρίζει απ’ έξω αλλά η
εκτέλεση έχει κάτι το ιδιαίτερο. Αυτό το κάτι προσπαθούν να κλέψουν. Το αυτό
συνέβη αργότερο και με τον Κων/νο Πρίγγο και μάλιστα όταν εγκαταστάθηκε στην
Θεσσαλονίκη και έψαλε στο ναό της Υπαπαντής. Αλλά δεν έλειψαν και εκδηλώσεις
ζηλοτυπίας και φθόνοι από διαφόρους ψάλτες με όλα τα απορρέοντα εξ αυτών πάθη.
Η εγωϊστική αντίληψη έχει παληές τις ρίζες της. Έχω υπ’ όψιν ακόμη επιστολές
που γράφτηκαν σε εφημερίδες της Κων/πόλεως με στόχο τους Πατριαρχικούς
πρωτοψάλτες. Διαβάζοντάς τες μου ήλθε στο μυαλό ο μύθος της αλεπούς. Οι
επιθέσεις αυτές έπεφταν κατά κανόνα στο κενό και σαν αποτέλεσμα είχαν να
εκθέτους τους αποστολείς των. Τριάντα χρόνια παρακολουθώ διάφορες εκδηλώσεις
Ευρωπαϊκής μουσικής και οι προσκαλούμενοι διακεκριμένοι σολίστ και βεντέτες τυγχάνουν
εξαιρετικών τιμών, εκτιμήσεως και αγάπης απ’ τους Έλληνες συναδέλφους. Γι’ αυτό
είναι πολύ λυπηρό το οικτρό φαινόμενο που παρατηρείται στη ψαλτική τέχνη. Παρ’
όλα αυτά η πραγματικότις ήταν μία. Το ψάλσιμο του Πατριαρχείου απετέλεσε σχολή,
σε αντίθεση με το ξεχωριστό ύφος του Νηλέως Καμαράδου που κι αυτό απετέλεσε
σχολή και το ιδιόρυθμο προσωπικό ύφος πολλών ιεροψαλτών.
Είμαι σε θέση να κρίνω και τις
δύο σχολές γιατί το μεν ένα ύφος άκουσα και διδάχτηκα απ’ τον Κων/νο Πρίγγο, το
δε άλλο, απ’ τον σοφό διδάσκαλο Σωκράτη Παπαδόπουλο και από τον γαμπρό του
Νηλέως Καμαράδου αξέχαστο πρωτοψάλτη Νικόλαο Βλαχόπουλο. Μπορεί κανένας να
σχηματίση γνώμη για το ύφος των ανωτέρω δύο σχολών ακούοντας τις εκτελέσεις
τροπαρίων σε δίσκους γραμμοφώνου του Ιακώβου Ναυπλιώτου και διαβάζοντας την
«Πατριαρχική φόρμιγγα» του Κων/νου Πρίγγου και τα πολλά χειρόγραφα που
κατέλιπαν οι εκπρόσωποι και των δύο σχολών.
Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης ακολουθεί τα
«πιστεύω» το δασκάλου του Γεωργίου Βιολάκη ο οποίος έχει τη γνώμη ότι τα μέλη
της παραδόσεως δε χρήζουν διορθώσεως ούτε και νέα μέλη είναι δυνατόν να
ορθώσουν το ανάστημά των και να επισκιάσουν τα παλαιά.
Όταν κάποτε εζήτησα από τον γυιό
του Ιακώβου, τον Ιωάννη Ναυπλιώτη, χειρόγραφα του πατέρα του μου έδωσε το
δοξαστικό «Την υψηλόφρονα γνώμην» ήχος πλάγιος δ’. Μου έκανε εντύπωσι το ότι ο
Πρωτοψάλτης διατηρεί συνεχώς ανέπαφο το μέλος του διατονικού ήχου, χωρίς να
παρεμβάλη καμμιά παραχορδή ακολουθώντας πιστά την εντολή της επικεφαλίδος ότι
το μέλος θα πρέπει να λεχθή στον πλάγιο δ’ ήχο. Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης πιστεύει
ότι εκείνο που υπολείπεται είναι μια καλή εκτέλεση των μελών και προς τούτο
επιστρατεύει την εξαίρετη φωνή του και προβάλει σε ανωτάτη βαθμίδα το Βυζαντινό
μέλος. Η φήμη του ως αρίστου εκτελεστού διαδίδεται και οι εταιρίες ORFEON και ODEON ανέλαβαν την ηχογράφηση σειράς
δίσκων γραμμοφώνου που απαθανάτισαν πολλές εκτελέσεις του Πρωτοψάλτου. Έχω υπ’
όψιν τους εξής δίσκους που περιέχουν τους ύμνους: «Τροπάριον της Κασσιανής» Π.
Λαμπαδαρίου, «Κύριε εκέκραξα» β’ ήχου Ιακώβου Πρωτοψάλτου, «Αίμα και πυρ», «Ο
άγγελος εβόα», «Αναστάσεως ημέρα», «Έδωκας κληρονομίαν», «Μη αποστρέψης»,
«Σήμερον προέρχεται», «Αι γενεαί πάσαι», «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ», «Σήμερον
κρεμάται», «Ήδη βάπτεται κάλαμος», «Εν ταις λαμπρότησι», «Πόρνη προσήλθε», «Την
ωραιότητα» (αργόν), «Σε τον της Παρθένου υιόν», «Επεσκέψατο ημάς», «Τον νυμφώνα
σου βλέπω», «Δεύτε λάβετε φως, την Ανάστασίν σου, Χριστός ανέστη» (αργόν),
«Άξιον εστίν» του γάμου και σε α’ εναρμόνιον.
Ο Ιάκωβος ακολουθεί πιστά τις
γραμμές του κειμένου και τις εκτελεί με το ιδιαίτερο εκείνο ηχόχρωμα που
χαρακτηρίζει το πατριαρχικό ύφος, προσθέτοντας ελάχιστες αναλελυμένες θέσεις
για να υπογραμμίση τον τονισμό των λέξεων, ενώ ταυτόχρονα κινεί ελαφρά και το
δεξί του χέρι ούτως ώστε η κίνηση αυτή μπορεί να χαρακτηρισθή ως υπόλειμμα της
παλαιάς σπουδαίας χειρονομίας. Αυτές τις θέσεις θα τις μιμηθή και ο μαθητής του
Κων/νος Πρίγγος, θα τις εκτελέση και θα τις περιλάβη στην «Πατριαρχική
Φόρμιγγα». Έτσι μπορούμε να ακούσωμε αυτό το ιδιαίτερο ηχόχρωμα στις εκτελέσεις
του Ιακώβου Ναυπλιώτου και να έχωμε μίαν ακουστική παράστασι τούτου. Ο Πρίγγος
κυκλοφόρησε νομίζω μόνο ένα δίσκο με τους ύμνους «Κύριε εκέκραξα» σε α’ ήχο με
το «Πεντηκοστήν εορτάζομεν» και το «Δύναμις» «Όσοι εις Χριστόν». Σ’ όλες τις
εκτελέσεις του ο Ιάκωβος παραμένει δέσμιος της τονικότητος. Ακολουθεί πιστά την
προφορική παράδοσι που δίδει ιδιαίτερη σημασία στον τονισμό των λέξεων ο οποίος
αντικατέστησε την αρχαία προσωδία και εκφράζεται δι’ ενός φθόγγου ανιόντος.
Ακόμη από την εποχή της χειρονομίας ο τονισμός των λέξεων παίζει πρωταρχικό
ρόλο στην διακίνηση του μέλους κι’ όπως γράφει ο Ιερομόναχος Γαβριήλ στο έργο
του «Τι εστί ψαλτική και περί της ετυμολογίας των σημαδίων ταύτης»: «άλλως γαρ
χειρονομείται το ολίγον, άλλως τα δύο κεντήματα και άλλως η πεταστή».
Ο δε Χρύσανθος στο Μέγα Θεωρητικό
του και στο Κεφάλαιο «Περί χειρονομίας» γράφει: «Η δε πεταστή έλαβε την
ονομασίαν της από της χειρονομίας· διότι όταν εχειρονομείτο, η χειρ ως πτερόν
ανίετο και επέτατο. Και εδείκνυε την χείρα ως πετώσαν». Και επεξηγεί την
φωνητικήν παράστασι της πεταστής ο Χρύσανθος στο κεφάλαιο «Περί διαφοράς
εκδοχής των φθόγγων των χαρακτήρων», ως εξής: «Η δε πεταστή θέλει να
αναβιβάζομεν την φωνήν ολίγω περισσότερον από την φυσικήν οξύτητα του τυχόντος
τόνου. Φυλάττει δε τούτο το ιδίωμα και όταν υποτάσσεται υπό του ιδίου και υπό
των κατιόντων χαρακτήρων». Αυτήν την ολίγω περισσοτέραν οξύτητα στην εκτέλεσι
της πεταστής ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης την αναβιβάζει υπερβατώς εις ένα επί πλέον
ανιόντα φθόγγον έτσι ώστε δίδει κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγαλυτέρα έμφασι στην
τονιζομένη συλλαβή, την ευρισκομένη κάτωθεν της πεταστής ή στην επέκτασι αυτής.
Σπουδαιότερες
αναλύσεις
Α. Ανάλυσι της Π
ε τ α σ τ ή ς :
Β. Ανάλυσι του
ολίγου όταν υπάρχει τονιζομένη συλλαβή ή επέκτασι αυτής:
Γ. Ανάλυσι κεντημάτων
μετά ψηφιστού εις επέκτασιν της τονιζομένης συλλαβής:
Δ. Ανάλυσι
διαδοχικών αποστρόφων, ανάλυσι βαρείας μετά δύο αποστρόφων
και βαρείας με ίσον και απόστροφον:
και βαρείας με ίσον και απόστροφον:
Ε. Ανάλυσι
συνηθισμένη αποστρόφου με επόμενο ανιόντα φθόγγο:
ΣΤ. Ανάλυσι του
ετέρου:
Αναλύσεις φθόγγων, όχι βέβαια σε μεγάλη κλίμακα, απαντώνται και στα έργα του Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου (Δοξαστάριον, σελίς 151):
Ακόμη υπάρχουν και στα έργα του Γεωργίου Ραιδεστηνού (βλέπε Μεγάλη Εβδομάδα και Πεντηκοστάριον). Ο Γ. Ραιδεστηνός φροντίζει για τον τονισμό των λέξεων. Έτσι βλέπομε στο Πεντηκοστάριον, σελίς 1:
Ακούοντας τις εκτελέσεις του Ιακώβου θαυμάζομεν το μέγεθος, την ομοιογένεια και τα ύψη της φωνής του, αλλά διακρίνομεν και κάποιο ποσοστόν ρινοφωνίας. Φαίνεται ότι μαζύ με το ύφος κληρονόμησε και τούτο απ’ τους παληούς δασκάλους του Πατριαρχικού στασιδίου και μάλιστα απ’ τον Κωνσταντίνο Πρωτοψάλτη. Αυτό το συμπέρασμα βγάζομε όταν διαβάζομε την γραπτή μαρτυρία του Στεφάνου Λαμπαδαρίου, ότι προσπαθόντας να αντιγράψη το Πατριαρχικόν ύφος του δασκάλου του Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου χρησιμοποίησε κατά το δυνατόν αναλυτική γραφή και έλαβε υπ’ όψιν την φωνητική παράστασι, ακόμη και τα έρρινα του δασκάλου του. Ο Κ. Πρίγγος κατώρθωσε να απαλλαγή τελείως από τη ρινοφωνία. Απήγγειλε κυρίως τα φωνήεντα με θαυμαστή ορθοφωνία και σε τούτο συνετέλεσαν οι στοιχειώδεις γνώσεις του της Ευρωπαϊκής μουσικής.
Στο τροπάριο της Κασσιανής του
Πέτρου Λαμπαδαρίου συμψάλλει ο Ιάκωβος με τον Κ. Πρίγγο. Ένας αμερόληπτος
ακροατής θα διαπιστώση έναν ελαττωματικό συγχρονισμό και μερικά ανεξήγητα
χρονικά χάσματα. Ενώ ο Νηλεύς Καμαράδος εμελέτησε επισταμένως και εφρόντισε
ιδιαιτέρως και με μεγάλη λεπτομέρεια εκτελεί και παριστάνει τη χρονική αγωγή
και την εναλλαγή των μέτρων του τονικού ρυθμού. (Βλέπε χειρόγραφά του).
Το Πατριαρχικόν ύφος είχε
διαφορετική επίδρασι στο ψάλσιμο των πολλών ιεροψαλτών. Και μπορούμε να
διακρίνωμε τρεις περιπτώσεις:
- Εις εκείνους που μπόρεσαν και μιμήθηκαν και
αντέγραψαν το ύφος ως έχει και ως φωνητική απαγγελία, δηλαδή ως ηχόχρωμα
και ως γραπτή παράστασι και το απέδωσαν ανάλογα με τα φωνητικά προσόντα
που διέθετε ο καθένας.
- Εις εκείνους που παρεξήγησαν και παρενόησαν το
σεμνό και απέριττο τούτο ύφος είτε άθελά τους είτε θεληματικά,
προσθέτοντας μια ανυπόφορη ρινοφωνία μια κακή άρθρωση, ανευλαβείς
κινήσεις, κακόγουστα προσωπικά μοτίβα με συνεχή πολύγοργα και γραμμές εξωτερικές
κυρίως, μακαμίων και σιουπέδων, όπως περιγράφονται στο βιβλίο του Παν.
Κηλτζανίδου «Μεθοδική διδασκαλία του εξωτερικού μέλους» Κωνσταντινούπολις
1881 και στο «Μουσικό απάνθισμα» του Ιωάννου Κεϊβελή Κων/πολις 1872.
Μερικά τέτοια μαργαριτάρια που δυστυχώς ακόμη ακούονται στις εκκλησιές
μας, αλλά και στο ραδιόφωνο είναι το «Ελεήμων ελέησόν με ο Θεός» σε ήχο
πλάγιο του τετάρτου πάνω στο στυλ του «Εριέν Καρανλίκ», Χερουβικά
εικοσάλεπτα που αρχίζουν με ένα ήχο και αφού παρελάσουν διαδοχικά όλα τα
μακάμια και κυρίως το σαμπάχ, τελειώνει επί τέλους ο πλέον μυστικοπαθής
ύμνος της Λειτουργίας σε κατάληξη του ήχου που άρχισε. Ας αφήσωμε τα
παντοειδή «Άξιον εστίν». Σ’ αυτή τη κατηγορία δεν ανήκουν μόνον θα έλεγα
όσοι παρενόησαν το Πατριαρχικό ύφος, αλλά γενικώς όσοι παρενόησαν τη
Βυζαντινή Εκκλ. μουσική της παραδόσεως. Δυστυχώς μέχρι σήμερα ουδείς
βρέθηκε να ελέγξη την υπάρχουσα ασύστολο ασυδοσία μερικών. Και όταν
ερωτηθούν οι ψάλλοντες: πού τα βρήκαν αυτά, αναφέρουν επιπόλαια ότι
περιλαμβάνονται στο Πατριαρχικό ύφος. Μεγάλο ψέμμα. Δεν γνωρίζουν πόσο
μεγάλο κακό προξενούν στη Βυζαντινή μουσική. Αν θέλουν να συγκρίνουν τα
λεγόμενά τους και να πεισθούν, ας συμβουλευθούν τα κλασικά κείμενα που
φέρουν την Πατριαρχική σφραγίδα, ακόμη και την «Πατριαρχική φόρμιγγα» του
Κ. Πρίγγου.
- Εις εκίνους που για τον Α ή Β λόγο δεν μπόρεσαν να
μιμηθούν το Πατριαρχικό ύφος και ακολούθησαν κατά μεν την φωνητικήν
απαγγελίαν κάποιο ύφος, πάντως εκκλησιαστικό, κατά δε την γραπτή παράστασι
τα κλασικά κείμενα. Και αυτής της κατηγορίας οι ιεροψάλτες προερχόμενοι
από καλούς δασκάλους σαν τον Νηλέα Καμαράδο, τον Π. Κηλτζανίδη, τον
Κυριακό (καλόγηρο), τον Ευστράτιο Παπαδόπουλο (Καμπούρη), τον Ιωάννη
Παλάση, τον Βασίλειο Ονουφριάδη, τον Γ. Πρωγάκη, για να θυμηθώ πρόχειρα
μερικούς Κωνσταντινουπολίτες, απέδωσαν όχι ευκαταφρόνητο έργο.
Σ’ αυτά τα χρόνια που αναφέρομαι:
1880 κι εδώ, κυκλοφορούν πολλά τερατουργήματα Βυζαντινής μουσικής, κυρίως σε
χειρόγραφα, που σκοπόν έχουν να παραλλάξουν όλες τις καθιερωμένες γραμμές της
παραδόσεως, με νεώτερες ανευθύνου προσωπικού γούστου και να ικανοποιήσουν την
φιλοδοξία ανθρώπων που ονειρεύτηκαν τίτλον μελοποιού, ή μάλλον κιβδηλοποιού θα
‘λεγα. Το κακό τούτο είχε αρχίσει ακόμη από τους μαθητές των τριών διδασκάλων
απ’ τον Πέτρο Εφέσιο, τον Άνθιμο Εφεσιομάγνητα και τον Νικόλαο Γεωργίου, τον
Πρωτοψάλτη Σμύρνης.
Γι’ αυτό οι διδάσκαλοι της
Μουσικής Σχολής και εκδότες της «Μουσικής Βιβλιοθήκης» το 1869, κατεδίκασαν
«τας ξενοφωνίας και τους αλλοκότους νεωτερισμούς» και άρχισαν, με την έκδοση
του αργού Αναστασηματαρίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, μια σταυροφορία «προς
διάδοσιν και διάσωσιν του αρχαίου γνησίου, σεμνού και μεγαλοπρεπούς μέλους».
Στα 1881 η Μουσική Επιτροπή ομοίως κατεδίκασε τις ξενοφωνίες και εργάστηκε για
το «κινδυνεύον ιερόν μέλος», εκδίδοντας την «Στοιχειώδη μέθοδο». Ο Πατριάρχης
Κωνσταντίνος ο Ε’ αναθέτει στον Πρωτοψάλτη Γ. Βιολάκη να μεταφέρη στη νέα γραφή
τι Δοξαστάριο του Πέτρου Λαμπαδαρίου με σκοπό να αντιδράση κατά το δυνατόν
εναντίον των ξενοτρόπων μελών.
Με τις ανωτέρω παραποιήσεις του
παραδοσιακού μέλους έχει σχέσι και το άρθρον του Κ. Ψάχου «Περί Πατριαρχικού
ύφους» που δημοσιεύθηκε το 1908 στη «Φόρμιγγα». Ο Κ. Ψάχος κατ’ αρχήν
παραδέχεται την ύπαρξι του Πατριαρχικού ύφους τόσο ως ιδιάζουσα φωνητική
επαγγελία και απόδοσι, όσο και ως παράδοσι μουσικών κειμένων που αμφότερα
διεσώθησαν εν τη Μεγλαλη του Χριστού Εκκλησία. Γι’ αυτό έθεσε στα εκδοθέντα
βιβλία του «Λειτουργικόν» και «Λειτουργία» ως προμετωπίδα: «Κατά το ύφος και
την παράδοσιν της Μ.Χ.Ε.». Αι απόψεις του Κ. Ψάχου περί παραποιήσεως των
μουσικών κειμένων και αντικαταστάσεως τούτων δι’ άλλων εξωεκκλησιαστικών και αναρμόστων,
συμπίπτουν με τα διαλαμβανόμενα στη δευτέρα περίπτωση του παρόντος άρθρου.
Αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση
προς τον εαυτόν του όταν παραθέτει στο άρθρο του συνθέσεις σαν το «έλεον
ειρήνης» και «Σε υμνούμεν» που αποκλείεται να ηκούσθησαν μέσα στον Πατριαρχικό
Ναό, διότι όπως και ο ίδιος παραδέχεται τα μόνα λειτουργικά που εκτελούσαν κατά
παλαιάν παράδοσιν ήταν σε ήχο τέταρτο με το κλιτόν και το «Άξιον εστίν» του
Γρηγορίου Πρωτοψάλτου σε ήχο β’. Αλλά πολύ περισσότερο είναι απαράδεκτον το ότι
εγράφησαν τέτοια ασθενή πρωτόλεια από τους εμπείρους άρχοντας Πρωτοψάλτας.
Όπως κατηγορηματικά υπεγράμμισα
προηγουμένως, το κύριο χαρακτηριστικό του Πατριαρχικού ύφους είναι το ηχόχρωμα,
ώστε ο Πρωτοψάλτης και εάν απεφάσιζε να εκτελέση οιανδήποτε σύνθεσι, έστω και
δευτέρας ποιότητος, θα την ερμήνευε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και θα
μπορούσε πάλι να προβάλη την δεινότητά του ως εκτελεστού. Είναι γνωστό ότι οι
Πατριαρχικοί Πρωτοψάλτες και Λαμπαδάριοι έγραψαν δικά τους έργα και πολλές
φορές με γραμμές εξωτερικές που έψαλαν προσκαλούμενοι σε διάφορες εκκλησίες.
Κατέχω πολλά χειρόγραφα εκτός του Κ. Πρίγγου και του Κλάβα και του Βιγγοπούλου
και του Τριανταφύλλου Γεωργιάδου, ο οποίος έγραψε απλές και σεμνές ψαλμωδίες,
σύμφωνα με το ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Μέσα όμως στον
Πατριαρχικό Ναό διετηρήθη η παράδοσι των κλασικών κειμένων. Το Πατριαρχικόν
ύφος κυρίως, διά του Κωνσταντίνου Πρίγγου, ο οποίος διέπλασε μια καλλιτεχνική
φυσιογνωμία πρώτου μεγέθους και που μέχρι σήμερα παραμένει μοναδική και ανεπανάληπτη,
διεδόθη διά των μαθητών του σ’ όλη την Ελλάδα. Επίσης τούτο μετέφεραν με
σχετικές παραλλαγές παλαιοί και πολλοί νέοι Κωνσταντινουπολίτες, που
εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα με επικεφαλής τον καλλίφωνο τέως άρχοντα Πρωτοψάλτη
των Πατριαρχείων κ. Θρασύβουλο Στανίτσα. Εάν δεν διδαχθή επισήμως σε Σχολή μια
μέρα θα χαθή και θα είναι μεγάλη ζημία να χάσωμε το μέτρον της πλέον γνησίας
απαγγελίας της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μουσικής, δηλαδή εκείνου του ύφους που
το χαρακτηρίζει το ιεροπρεπές και το κατανυκτικόν, το μεγαλείον και το
ηγεμονικόν, το σοβαρόν και το σεβάσμιον, η χάρις και η σεμνότις, η απλότης και
η ευλάβεια. Αλλ’ ας τελειώσω με τις γνώμες δύο διαπρεπών συγγραφέων της
Βυζαντινής μουσικής Γραμματείας. Γι’ αυτό το ύφος ο Κυριακός Φιλοξένης στο
θεωρητικό του (1859) γράφει: «Ευχόμεθα τοίνυν και ημείς, ει και ανάξιοι, ίνα
διαμένη τούτο και διασώζηται εν τη του Χριστού Μ. Εκκλησία εις αιώνα τον
άπαντα, μετοχευόμενον παρ’ αυτής ως εκ κοινής πηγής, και εν ταις λοιπαίς πάσαις
Ορθοδόξοις του Χριστού Εκκλησίαις». Ο δε ιατροφιλόσοφος Βασίλειος Στεφανίδης
στο «Σχεδίασμα περί μουσικής ιδιαίτερον Εκκλησιαστικής» γράφει: «Το ύφος της
Μεγάλης Εκκλησίας έχει την περισσοτέραν σεμνότητα και ο Άγιος Θεός να διαφυλάξη
αυτό σώον και αλώβητον μέχρι τέλους».
ΓΕΩΡΓ. Α. ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου